ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ

 

ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ

ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΛΕΣΒΙΑΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εφαρμογή του προγράμματος ξεκίνησε στις 15-10-2001 και τέλειωσε στις 17-5-2001. Για την εκτέλεσή του έγιναν οι παρακάτω ενέργειες:

  1. Διατέθηκε ένα δίωρο την εβδομάδα. Συμμετείχαν μαθητές της Α΄τάξης (συνολικός αριθμός μαθητών /τριών 35) και δύο καθηγητές φιλόλογοι.
  2. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες με στόχο την πρώτη διερεύνηση του θέματος και τη λύση έκτακτων ζητημάτων.
  3. Ερευνήθηκαν ζητήματα όπως : α) η ιστορία του Γυμνασίου Μυτιλήνης (νυν Πειραματικό Λύκειο Μυτιλήνης), β) η ζωή του Μιχαήλ Στεφανίδη και γ) το έργο του Μιχ. Στεφανίδη : α) το επιστημονικό και β) το λογοτεχνικό.
  4. Οι μαθητές αναζήτησαν όλες τις πληροφορίες για την ιστορία του Γυμνασίου, για τη ζωή του Μιχ. Στεφανίδη, τα πρωτότυπα έργα και τα δημοσιεύματά του στη βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης , στη βιβλιοθήκη του Σχολείου, στη βιβλιοθήκη της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, στη βιβλιοθήκη και Αρχείο του Μανταμάδου, καθώς και στο διαδύκτιο.
  5. Οι μαθητές μελέτησαν μερικά από τα επιστημονικά έργα του Μιχ. Στεφανίδη και έκαναν τη βιβλιοπαρουσίασή τους. Επίσης κάποιοι μαθητές ανέλαβαν να διαβάσουν τα λογοτεχνικά έργα του Μιχ. Στεφανίδη και να αναλύσουν κάποια από αυτά.
  6. Πραγματοποιήθηκε εκπαιδευτική επίσκεψη στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, στην Αθήνα, όπου οι μαθητές ενημερώθηκαν για το Αρχείο και τα δημοσιεύματα του Μιχ. Στεφανίδη, για τη ζωή και το έργο του από τους συνεργάτες του Κέντρου κ. Παναγιώτη Μιχαηλάρη και κ. Γιάννη Καρά.
  7. Οι μαθητές, με τη συνεργασία των καθηγητών, συγκέντρωσαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της αρθρογραφίας για τη ζωή και το έργο του Μιχ. Στεφανίδη σε ένα τόμο.
  8. Τέλος, τα μέλη της ομάδας επεξεργάστηκαν το υλικό, ταξινόμησαν και συνέθεσαν τα επιμέρους στοιχεία, συνέγραψαν την εργασία και παρουσίασαν το Πρόγραμμα και την πορεία της έρευνάς τους σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο σχολικό χώρο.

Για την πραγματοποίηση του Προγράμματος εργάστηκαν:

Οι καθηγητές : Διγιδίκης Γεώργιος και Τσιρογιάννη Σουλτάνα ( κλάδου ΠΕ 2 ).

Οι μαθητές : Αργυροπούλου Ειρήνη, Βαζάκας Μάριος, Βαργεμιτζίδου Μυρσίνη, Βερβέρη Γιασεμή, Βερρής Παντελέων, Γαβαλάς Παντελής, Γιαννατσή Μυρσίνη, Γλεντής Απόστολος, Δαφιώτη Ανθή, Δελής Γεώργιος, Ελευθερίου Βάλια, Ζαρπαρίνη Αικατερίνη, Καλογνωμά Δέσποινα, Καλογρίδη Αθηνά , Καραγκούνη Ευστρατία, Καστάνη Καλλιόπη, Κοκκώνης Λέανδρος, Κουφάκη Μαρίνα, Μαλισιόβας Βασίλειος, Μαριγλής Ιωάννης, Ματζουράνης Ηλίας, Μαυραντώνης Δημήτριος, Νιαούνη Ελπίδα, Οικονόμου Γεώργιος, Πανουργιάς Αναστάσιος, Παπαχρυσού Αγγελική, Συκά Μαρία-Νεφέλη, Πιτσιλαδής Αντώνιος, Τατάς Νικόλαος, Τόμπρας Ευστράτιος, Σάββας Νικόλαος, Στρογγυλός Φώτιος, Χαβρανλής Αναστάσιος, Χατζηγιαννάκη Αγγέλα, Χατζηχαραλάμπους Ευάγγελος.

Εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας σε όλους όσοι μας βοήθησαν με οποιοδήποτε τρόπο, στην πραγματοποίηση του προγράμματος.

Συγκεκριμένα:

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

    1. Η Εκπαίδευση στη Μυτιλήνη κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας.
    2. Το Γυμνάσιο Μυτιλήνης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ : Η ΖΩΗ ΤΟΥ

    1. Α΄ Περίοδος της ζωής του ( 1868-1886)
    2. α. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του

      β. Η μαθητική του ζωή

    3. Β΄περίοδος της ζωής του ( 1888-1893)
    4. Η φοιτητική του ζωή

    5. Γ΄ Περίοδος της ζωής του (1894-1912)
    6. α. Αστυχημικός στη Μυτιλήνη

      β. Η θητεία του στο Γυμνάσιο

    7. Δ΄ Περίοδος της ζωής του (1913-1939)
    8. Η θητεία του στο Πανεπιστήμιο

    9. Ε΄ Περίοδος της ζωής του (1940-1957)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

        1.ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΙΧ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

    2. ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΜΙΧ.ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

    α. “ Επί τη Εκατονταετηρίδι του Μ. Berthelot ”, εν Αθήναις 1929

    β. “ Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών ”, Εν Αθήναις 1938

                        3.   ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ : Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

    1. ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΙΧ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
    2. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ “ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ”, ΑΘΗΝΑΙ 1932

α. “ Ορφεύς ”

β. “ Ο Παληός δρόμος ”

γ. “ Ο Μάγος ”

δ. “ Στον ναό του Φθα ”

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

    1. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ Κ. Ν. Ε.
    2. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

  1. Η εκπαίδευση στη Μυτιλήνη κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας
  2. Το Γυμνάσιο Μυτιλήνης

Η άθλια οικονομική κατάσταση των Λεσβίων, η περιορισμένη και μόλις προς τα τέλη του 18ου αιώνα ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιοτεχνίας, η αντίδραση των κοτσαμπάσηδων - που όντας οι ίδιοι αγράμματοι θεωρούσαν περιττή τη μόρφωση των άλλων - στάθηκαν τα αίτια του πνευματικού λήθαργου της Λέσβου. Οι λίγοι Λέσβιοι λόγιοι που έζησαν το 16ο και 17ο αιώνα μορφώθηκαν οι περισσότεροι έξω από τη Λέσβο και ήταν όλοι τους σχεδόν κληρικοί.

Η οικονομική ανάπτυξη που άρχισε να εμφανίζεται το 18ο αιώνα και οι λίγες προσπάθειες κάποιων προοδευτικών Μυτιληνιών της εποχής δε στάθηκαν ικανές να μεταβάλλουν την πνευματική κατάσταση. Τα διάφορα έγγραφα και οι κώδικες της εποχής πιστοποιούν ότι δεν υπήρξε ανάλογη της οικονομικής, πνευματική ανάπτυξη. Έτσι, και τον αιώνα αυτό οι λίγοι λόγιοι μορφώθηκαν έξω από το νησί.

Η πρώτη απόπειρα ίδρυσης σχολείου έγινε από το Μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωστάντιο (1727-1736). Πρώτος αυτός επιχείρησε και ίδρυσε στη Μυτιλήνη Γυμνάσιο με δάσκαλο τον Ιωακείμ Σίμου, αμαθή ιεροδιάκονο από την Πάτμο. Το σχολείο αυτό λειτούργησε από το

1735-1743 οπότε ο Ιωακείμ επέστρεψε στην Πάτμο.

Η δεύτερη προσπάθεια έγινε το 1744, επί μητροπολίτου Μυτιλήνης Άνθιμου Βερτουμή και είχε αυτή τη φορά καλύτερα αποτελέσματα. Έτσι, όταν το 1744 ήρθε εξόριστος στη Μυτιλήνη ο Καπού κεχαγιά άρχοντας της Κωνσταντινούπολης Σταυράκης Σταυράκογλου αγόρασε το οικόπεδο που σήμερα βρίσκεται το δεύτερο Γυμνάσιο (πρώην Παρθεναγωγείο) και έκτισε σχολείο που ονομάστηκε “ελληνομουσείο”, προσφέροντας από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, δωρεάν παιδεία.

Το σχολείο αυτό ήταν κοινό και ελληνικό μαζί γιατί σ’ αυτό διδάσκονταν εκτός από τα στοιχειώδη εκκλησιαστικά μαθήματα και έλληνες συγγραφείς. Η λειτουργία του εξασφαλίστηκε με δωρεά του ιδρυτή του αλλά και χριστιανών, κατόπιν προτροπής του Μητροπολίτη Ιερεμία. Αναφέρεται επίσης, ότι το 1750 στη Μυτιλήνη λειτουργούσε κι ένα ιδιωτικό σχολείο που είχε ιδρύσει ένας ξένος, ο Ηπειρώτης Αναστάσιος Μουσπινιώτης, η λειτουργία του οποίου όμως, δεν κράτησε πολύ.

Οι πολιτικές εξελίξεις που ξεκίνησαν στο εσωτερικό της Τουρκίας το 1839 αποτέλεσαν την προϋπόθεση μιας σπουδαίας εκπαιδευτικής κίνησης στη Λέσβο. Οι Μυτιληνιοί αποφασίζουν την αντικατάσταση του

παλιού σχολείου των με ένα καινούριο και ανώτερο. Προσκαλούν δασκάλους, εκπαιδεύουν Μυτιληνιούς, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν το πνευματικό δυναμικό που θα στελέχωνε το σχολείο.

Η πρόταση του φιλόμουσου Μητροπολίτη Μελέτιου για έρανο προκειμένου να συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσό για την ίδρυση του σχολείου, έβγαλε τους Μυτιληνιούς από τη δύσκολη θέση που βρίσκονταν λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Συστάθηκε επιτροπή για το σκοπό αυτό από προοδευτικούς Μυτιληνιούς, οι οποίοι φρόντισαν να δραστηριοποιήσουν κάθε λεσβιακό παράγοντα, μέσα και έξω από το νησί, που θα μπορούσε να συμβάλλει στο σκοπό αυτό.

Οι Λέσβιοι στο κάλεσμα αυτό ανταποκρίθηκαν. Ένα σημαντικό ποσό συγκεντρώθηκε από τις εισφορές και με το χάρισμα του οικοπέδου από το Νοσοκομείο η κοινότητα της Μυτιλήνης κατάφερε να χτίσει το 1840 μέσα στο μεγάλο περιβόλι το πρώτο Γυμνάσιό της “εξαίρετον και λαμπρόν και εις ωραίαν τοποθεσίαν έξω της πόλεως, ολίγον απέχουσαν της θαλάσσης” όπως γράφει ο Στ. Αναγνώστης στη “Λεσβιάδα” του.

Το Γυμνάσιο θα λειτουργήσει τα επόμενα χρόνια προσφέροντας στα παιδιά του νησιού τα φώτα της παιδείας. Η δράση του θα γίνει γνωστή και εκτός νησιού, οπότε το 1875 με ενέργειες του Χρ. Λαίλιου και του Πατριάρχη Αλεξανδρείας θα αναγνωριστεί επίσημα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Στα 1886 με πρόταση του Βερναρδάκη, η δημογεροντία και εφορεία του Γυμνασίου αποφάσισαν να αντικαταστήσουν το κτίριο μ’ ένα μεγαλύτερο και καταλληλότερο. Με χρήματα που εξασφαλίστηκαν από δωρεά του Ν. Μητρέλια (7000 χρυσές λίρες) , των αδελφών Σοφοκλή και Ζαφείρη Βουρνάζου (20000 λίρες) και από το γενικό προϋπολογισμό των εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών καταστημάτων, ξεκίνησε το 1888 η ανέγερση του νέου κτιρίου του Γυμνασίου, έργο του αρχιτέκτονα Αργύρη Αδαλή, που αποπερατώθηκε το 1890. Το 1891 το Γυμνάσιο μεταφέρθηκε στο καλλιμάρμαρο κτίριο -Νέα Σχολή- που σώζεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι για την κατασκευή του απαιτήθηκε ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που χρειάστηκε για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ήταν εξοπλισμένο με γυμναστήριο, βιβλιοθήκη και συλλογή οργάνων Φυσικής και Χημείας που λίγα σχολεία της εποχής διέθεταν.

Το τουρκικό στοιχείο της Μυτιλήνης, σε μια προσπάθεια γοήτρου και επιβολής, χτίζει την ίδια περίοδο το τουρκικό  Γυμνάσιο Αρρένων, το Ινταντιέ, σημερινό Δικαστικό Μέγαρο Μυτιλήνης και το τουρκικό Σχολαρχείο, το Ρουσδιέ, σημερινό Πειραματικό Γυμνάσιο.

Παράλληλα, δίνεται σημασία στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, γι’ αυτό η Εφορία Σχολείων δίνει ιδιαίτερο βάρος στην εκλογή ικανών διευθυντών αλλά και εκπαιδευτικού γενικότερα προσωπικού. Ο Χριστόφορος Λαίλιος, ο Γεώργιος Αριστείδης – Πάππης, ο Γρηγόριος Βερναρδάκης, ο Ιωάννης Ολύμπιος, ο Εμμανουήλ Δαυίδ ο Βασίλειος Αρχοντίδης, ο Παναγιώτης Σαμάρας, ο Σταύρος Παρασκευαΐδης και άλλοι ήταν ορισμένοι μόνο από τους πιο σημαντικούς εκπαιδευτικούς του Γυμνασίου Αρρένων Μυτιλήνης από τους οποίους κάποιοι διετέλεσαν και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ο Γρηγόριος Βερναρδάκης και ο Πέτρος Ν. Παπαγεωργίου υπήρξαν εκδότες των περίφημων εκδόσεων της Λειψίας Teubner. Μεταξύ των μεγάλων δασκάλων του σχολείου μας συγκαταλέγεται και ο πολυγραφότατος και γνωστός και στον υπόλοιπο κόσμο Ακαδημαϊκός Μιχαήλ Στεφανίδης, ο οποίος δημιούργησε δική του επιστήμη (την ιστορία των επιστημών) και έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών, στην έδρα που δημιουργήθηκε ειδικά για την επιστήμη αυτή. Αργότερα έγινε μέλος της ακαδημίας Αθηνών.

Το Γυμνάσιο Μυτιλήνης πήρε την ονομασία που έχει σήμερα, δηλ. Πειραματικό Λύκειο Μυτιλήνης, το 1995, αρκετοί δε καθηγητές του είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων ή είναι υποψήφιοι διδάκτορες ή έχουν επιμόρφωση υψηλού επιπέδου.

Το σχολείο για 160 χρόνια προσφέρει παιδεία στους μαθητές της Λέσβου αδιάκοπα, γι’ αυτό έχει τιμηθεί δύο φορές από την Ακαδημία Αθηνών ( ανώτατη πνευματική βαθμίδα στη χώρα μας ) και έχει λάβει βραβείο και έπαινο. Σήμερα είναι το μοναδικό Πειραματικό Λύκειο σ’ ολόκληρο το Βορειανατολικό Αιγαίο.

Aπό τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του Γυμνασίου (1840) λειτούργησε σ’ αυτό βιβλιοθήκη που στεγάζεται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Περιλαμβάνει 74 σπάνια χειρόγραφα που χρονολογούνται από τον 9ο έως και τον 17ο αιώνα μ.Χ. , 15.000 περίπου σπάνια βιβλία εκδόσεων Βενετίας, Βιέννης, Παρισίων, Λουγδούνου που χρονολογούνται από τους πρώτους χρόνους της εφεύρεσης της τυπογραφίας και νεότερα ( από το 1826 και μετά ) όπως εκδόσεις Λειψίας, Παρισίων, Gottiger, Οξφόρδης κ.λ.π. τα οποία είναι κυρίως φιλολογικά και θεολογικά αλλά καλύπτουν και πολλούς άλλους τομείς επιστημών. Υπάρχουν επίσης πλήρης σειρές φιλολογικών και επιστημονικών περιοδικών εκδόσεων όπως τα Hermes, Philologus, Plilolog Anzeiger, Wochenschrift fur klassische philologie, Byzantinische zeitschrift κ.α. και έχουν καταγραφεί σε μεγάλο κατάλογο. Σ’ όλο αυτό το μεγάλο διάστημα της λειτουργίας της η βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε και από μεγάλες δωρεές διαφόρων Λεσβίων όπως του ιερομόναχου Ιγνατίου Σαρδέλλη και του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Μελετίου. Το 1922 η βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε από τα βιβλία που έφεραν οι πρόσφυγες από την Ελληνική Σχολή της Σηλυβρίας.

Εκτός από την παραπάνω βιβλιοθήκη στο σχολείο μας λειτουργούν δύο ακόμη βιβλιοθήκες. Η μία στεγάζει τα βιβλία που δώρισαν δύο μεγάλοι άνθρωποι των γραμμάτων της Λέσβου, ο Δημήτριος και Γρηγόριος Βερναρδάκης και η άλλη δημιουργήθηκε πρόσφατα (2000) στα πλαίσια προγράμματος που εκπόνησε το Πανεπιστήμιο Αιγαίου με την επωνυμία “Ιαλυσός” και περιλαμβάνει περίπου πέντε χιλιάδες βιβλία σύγχρονα που καλύπτουν όλους τους επιστημονικούς τομείς όπως φιλοσοφία, θρησκεία, παιδαγωγική, ψυχολογία, κοινωνιολογία, οικονομία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, πληροφορική, ιστορία, ξένες γλώσσες κ.λ.π. ο αριθμός των οποίων συνεχώς επαυξάνεται.

Ως διευθυντές του Σχολείου από το 1881 αναφέρονται οι:

Γρηγόριος Ν. Βερναρδάκης, από την Αγία Μαρίνα Λέσβου (1881-1894)

Πέτρος Παπαγεωργίου ,από τη Θεσσαλονίκη,(1894-1899)

Δημήτριος Χατζησπύρου, από την Αγιάσο Λέσβου, (1899-1900)

Σπύρος Μωραΐτης, από την Παλιά Ελλάδα, (1900-1901)

Ιωάννης Ολύμπιος, από τη Σκοτίνη Ολύμπου, (1901-1907)

Εμμανουήλ Δαυΐδ, από την Ερεσό Λέσβου, (1907-1914)

Ιωάννης Ολύμπιος, για δεύτερη φορά, (1914-1932)

Αριστείδης Δελής, από τον Μαρμαρά της Προποντίδας, (1932-1940)

Παρασκευαΐδης Σταύρος, από το Μανταμάδο Λέσβου, (1942-1960)

Σαμαράς Παναγιώτης, από τα Λουτρά Λέσβου, (1960-1966)

Μουτζούρης Ιωάννης, από το Μεγαλοχώρι Λέσβου, (1966-1968)

Προκοπίου Ελευθέριος, από τη Μυτιλήνη, (1969-1979)

Σιδερή Ειρήνη, από τον Ασώματο Λέσβου, (1979-1982)

Καλδέλλης Ιωάννης, από το Βορό Λέσβου, για πρώτη φορά

(ως αναπληρωτής), (1982-1985)

Πάλλης Βύρων, από τον Πολιχνίτο Λέσβου, (1985-1986)

Καλδέλλης Ιωάννης, για δεύτερη φορά, (1986-1990)

Θεοφανέλλης Νικόλαος, από τον Παλαιόκηπο Λέσβου, (1990-1997)

Τζελαΐδης Στυλιανός, από τον Μανταμάδο Λέσβου, (1997-2001)

Τσερδάνης Δημήτριος, από τη Μυτιλήνη της Λέσβου, (2001-2002)

Τα ιστορικά για το νησί μας γεγονότα που ακολούθησαν με την έναρξη σχεδόν του 20ου αιώνα, όπως είναι η πολυπόθητη απελευθέρωση της Λέσβου από τον τουρκικό ζυγό το 1912, αλλά και το δράμα του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, που από το 1914 ως το 1922 ξεριζώθηκε με αλλεπάλληλους διωγμούς, δεν άφησαν ανεπηρέαστη την εκπαίδευση στον τόπο μας.

Η σχολική ζωή πέρασε πολλές φάσεις επηρεασμένη από τα χαρμόσυνα μηνύματα της εθνικής επανένωσης αλλά και από τις τραγικές για τον ελληνισμό εξελίξεις στα γειτονικά παράλια. Το δράμα των προσφύγων μεταφέρθηκε και μέσα στα σχολεία του νησιού, καθώς τα προσφυγόπουλα, που κάθονταν στα ίδια θρανία με τους συμμαθητές τους από τη Λέσβο, συγκινούσαν τις ευαίσθητες ψυχές των παιδιών αλλά και των δασκάλων τους.

Παράλληλα, το ήδη οξυμένο κτιριακό πρόβλημα των σχολείων του νησιού επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο με την εγγραφή χιλιάδων προσφυγόπουλων. Οι λύσεις στα εκπαιδευτικά προβλήματα αν και άργησαν να φανούν ήρθαν και μάλιστα πλουσιοπάροχες. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ελ. Βενιζέλου ως Πρωθυπουργού, του Γ. Παπανδρέου ως Υπουργού Παιδείας, και των Δελμούζου – Παπανούτσου ως εμπνευστών, όχι μόνο έφερε νέο άνεμο στο περιεχόμενο σπουδών στη φιλοσοφία και στη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος είχε απήχηση και στην υλικοτεχνική υποδομή του νησιού αφού στη διετία 1930 – 1931 στη Λέσβο χτίστηκαν πολλά Δημοτικά Σχολεία. Επιπλέον, ιδρύθηκε το Διδασκαλείο Μυτιλήνης, την διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο Ευάγγελος Παπανούτσος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ. Η ΖΩΗ ΤΟΥ.

1. Α΄ Περίοδος της ζωής του (1868 – 1886).

α. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Ο Μιχαήλ Στεφανίδης ήταν Μανταμαδιώτης και ο Μανταμάδος καμαρώνει γι αυτό. Γεννήθηκε σ’ εκείνο το όμορφο χωριό της Λέσβου στις 8 Νοεμβρίου του 1868. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ιστορικούς της επιστήμης. Φυσιογνώστης, φιλόλογος και φιλόσοφος ήταν μια ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότητα, που τον χαρακτήριζαν κυρίως η πρωτοτυπία και η συνθετικότητα.

Παππούς του Στεφανίδη ήταν ο Στέφανος Χατζηευστρατίου, που υπήρξε φίλος του φιλικού Παλαιολόγου Στεφανή που πολέμησε κοντά στο Γέρο του Μοριά κατά την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης του 1821.

Πατέρας του, ο μαθηματικός στην ειδικότητα, Κωνσταντίνος Στεφανίδης που πήρε το επίθετό του από το μικρό όνομα του παππού του Μιχαήλ Στεφανίδη, Στέφανο.

Η μητέρα του Ασπασία πέθανε σχετικά νέα, το 1900, όταν ο Στεφανίδης ήταν σε ηλικία 32 ετών.

Ήταν το πρώτο αγόρι της οικογένειας. Είχε δυο αδερφές μεγαλύτερες και δυο αδερφούς μικρότερούς του, τον Στέφανο - υπάλληλο της τράπεζας Μυτιλήνης και κατόπιν της Εθνικής τράπεζας - και τον Αρχιμανδρίτη Βασίλειο – καθηγητή της θεολογικής σχολής της Χάλκης και κατόπιν του Πανεπιστήμιου Αθηνών.

Ο Στεφανίδης, μολονότι γεννήθηκε στο Μανταμάδο, ελάχιστα έζησε εκεί. Ενός χρόνων, ακολουθώντας την οικογένειά του, έφυγε στο Αϊβαλί, εξαιτίας της εργασίας του πατέρα του στην ακαδημία Κυδωνιών κι ύστερα από δυο χρόνια βρέθηκε στη Μυτιλήνη, ακολουθώντας τον πατέρα του στο γυμνάσιο Μυτιλήνης.

Από μικρός ο Στεφανίδης έδειξε αγωνιστικό πνεύμα και ασυνήθιστη κλίση για τα γράμματα. Από τον πατέρα του είχε πάρει την έφεση προς την μάθηση και από την πρόωρα χαμένη μητέρα του, την απλότητα, τη μετριοφροσύνη και την αγάπη για τη φύση.

Μέχρι να κάνει δική του οικογένεια πήγαινε τα καλοκαίρια για διακοπές στη γενέτειρά του, το Μανταμάδο με μουλάρια που έστελνε ο επιστάτης τους Αλέξανδρος από το χωριό. Τα καλοκαίρια, η ζωή του στο χωριό ήταν πολύ ευχάριστη . Μονάχα τότε, στις μέρες της σχόλης και της ξεγνοιασιάς, ο Στεφανίδης γνώριζε τους συγχωριανούς του, που τους συμπαθούσε πολύ.

Δυο σπίτια είχαν στο χωριό. Το ένα ήταν το σπίτι της γιαγιάς, μέσα στο χωριό, σε μια μικρή πλατεία, μ’ ένα μαγαζί δίπλα, που η βιτρίνα του αναστάτωνε το μικρό Μιχαλάκη με τα στολίδια της. Περνούσε ευχάριστες ώρες μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς του που του ’λεγε όμορφα παραμύθια. Πολύ ενδιαφέρον εύρισκε να ψάχνει παντού, στα συρτάρια , στα ντουλάπια, στο κελάρι. Άχρηστα πράγματα και εργαλεία του παραγιού όλα τα έβλεπε με ενδιαφέρον. Το άλλο τους σπίτι ήταν κοντά στο μύλο, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου κι είχε απλοχωριά. “Ήταν μεγάλο κι έφεγγο”, γράφει ο Στεφανίδης. Είχε μια αυλή στρωμένη μαλτεζόπλακες, με αμπάρια και κατώγια, με κιούπια για το λάδι και τον καρπό. Στο εσωτερικό του σπιτιού, μια μεγάλη, πλατιά σκάλα έβγαζε στη σάλα, στο καλό σπίτι, όπου ήταν κρεμασμένο και το καντήλι, αναμμένο μέρα–νύχτα. Μια άλλη μεγάλη πόρτα έβγαζε έξω, στο αμπέλι. Τη γαλήνη αυτή που ένιωθε μέσα στην άνετη, ομαλή, ειρηνική οικογενειακή ζωή γύρευε να εξηγήσει αργότερα με υπερβατικά σχήματα και μεταφυσικές ιδέες.

Ο Μιχαήλ πήγαινε συχνά και στην εκκλησιά, έψελνε κοντά στον ψάλτη κι έκανε την παραμάνη τους τη Μελαχρινή να καμαρώνει. Σωστή εκδρομή ήταν κι η επίσκεψη στην εκκλησία του Ταξιάρχη, μισή ώρα μακριά από το χωριό. Τρία πανηγύρια γίνονταν εκεί μέσα στον Αύγουστο, όπου πολύ χαίρονταν ο Στεφανίδης και γλεντούσαν οι Μανταμαδιώτες. Ο Στεφανίδης δενόταν πολύ με το Μανταμάδο και τους κατοίκους του, που όπως ο ίδιος γράφει, “ήταν πλούσιο χωριό και το πιο γραμματισμένο”.

Οι μέρες της εξοχής περνούσαν και η ζωή του συνεχιζόταν στη Μυτιλήνη, όπου τον καιρό εκείνο έπαιρνε τη μορφή που θα σημάδευε τη μελλοντική του θέση και δράση.

β. Η μαθητική του ζωή

Σχολείο πήγε ο Στεφανίδης στη Μυτιλήνη και τελείωσε εκεί το γυμνάσιο, 18 χρονών , το 1886, 3 χρόνια πριν κτιστεί το καινούριο περικαλλές κτίριο του Γυμνασίου με τη μορφή που είναι σήμερα.

Το κτίριο του Σχολείου που φοίτησε ήταν ένα ψηλό δίπατο σπίτι μέσα σε μια αυλή με φλαμουριές με αψιδωτά παράθυρα και πόρτες σαν μοναστήρι. Διδακτική μέθοδος ήταν αρχικά η αλληλοδιδακτική. Η έλευση όμως, διδασκάλων στη συνέχεια βελτίωσε την κατάσταση . Αν και το σχολικό περιβάλλον ήταν αυστηρό κα συντηρητικό ο μικρός Μιχαήλ Στεφανίδης έδειξε από νωρίς το ανήσυχο πνεύμα του. Μαζί μ’ ένα συμμαθητή του εκδίδουν μια χειρόγραφη εφημερίδα που το κύριο άρθρο της ήταν μια διαμαρτυρία για τη βιβλιοθήκη του Σχολείου που παρέμενε μονίμως κλειστή. Αποτέλεσμα της διαμαρτυρίας αυτής ήταν το “κλείσιμο” της εφημερίδας και φυσικά η απογοήτευση.

Η απασχόλησή του με τα μαθήματα του σχολείου δεν τον εμπόδισαν, κοντά στους αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Τάκιτο και τον Ηρόδοτο, να διαβάζει και λογοτεχνία, Σούτσο, Βερναρδάκη και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνημάτων. Η αγάπη του για τα φιλολογικά μαθήματα ενισχύθηκε κι από το γεγονός ότι είχε την τύχη να έχει για δάσκαλο του το Γρ. Βερναρδάκη, που δίδασκε τα φιλολογικά μαθήματα στις ανώτερες τάξεις του Γυμνασίου. Ιδιαίτερη ήταν η χαρά του όταν στο σπίτι τους έφτανε το περιοδικό “ Η Διάπλασις των Νέων” που ήταν “ένας ολοζώντανος κόσμος” όπως ο ίδιος έλεγε. Πολύ συχνά μάλιστα έπαιρνε μέρος και σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς με το ψευδώνυμο “Έκτωρ ο Τρως”.

Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, ο Μ. Στεφανίδης για να βελτιώσει τις μικρές δυνατότητες που του παρείχε το απολυτήριο έμαθε λογιστικά και ξένες γλώσσες που ουσιαστικά τις χρειάστηκε αργότερα. Παράλληλα, ασχολούνταν και με τα φυσιογνωστικά που ήταν η αδυναμία του.Δεν έμεινε όμως, ικανοποιημένος μ’ όλα αυτά. Γρήγορα η προοπτική του Πανεπιστημίου ανοίχτηκε μπροστά του και δεν ολιγώρησε. Σε ηλικία 20 χρονών (19/09/1888) ξεκίνησε για την Αθήνα για ν’ ανοίξει τους πνευματικούς του ορίζοντες, να βελτιώσει τον πνευματικό του κόσμο, όπου και γράφτηκε στο φυσιογνωστικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής για να γίνει λίγα χρόνια μετά (1893) διδάκτωρ της φιλοσοφίας και των φυσικών επιστημών.

 

2. Β΄περίοδος της ζωής του (1888 – 1893)

Η φοιτητική του ζωή

 

Η κατάσταση του στο Πανεπιστήμιο δεν ήταν όπως τη φανταζόταν. Οι αντιθέσεις μεταξύ των καθηγητών, οι διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την οργάνωση της γνώσης και τη διαίρεσή της δημιουργούσαν σύγχυση με αντίκτυπο στη μόρφωση των φοιτητών. Από την άλλη, το ολιγομελές προσωπικό, τα στοιχειώδη μαθήματα, τα πολιτικά γεγονότα και πάθη προκαλούσαν ένα κλίμα εντελώς απρόσφορο για προώθηση της γνώσης.

Η θέση των φυσικών επιστημών ήταν μειονεκτική. Τα φυσιογνωστικά μαθήματα αποτελούσαν τμήμα μέσα στη φιλοσοφική σχολή. Δεν παρέχονταν χωριστά διπλώματα μαθηματικού και φυσικού. Η παιδεία για τους καθηγητές της Μέσης Παιδείας στο Γυμνάσιο ήταν Ενιαία. Η φυσική και μαθηματική επιστήμη αποτελούσαν την περίοδο αυτή τμήμα της φιλοσοφικής παιδείας που θεωρούνταν ως η επιστήμη των επιστημών, “ακαδημαϊκή επιστήμη…… το υγιές και άδολον γάλαν της οποίας πρέπει να θηλάσουσιν πάντες και οι περί τας φυσικάς και οι περί τας μαθηματικάς επιστήμας”.

Οι φοιτητές του φυσιογνωστικού τμήματος, στο οποίο φοιτούσε ο Μ. Στεφανίδης ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούν φιλοσοφία, ιστορία, ψυχολογία και λογική. Αυτό βέβαια, στάθηκε ευνοϊκό για το Στεφανίδη, γιατί του έδωσε την ευκαιρία να συμπληρώσει τη φιλοσοφική και ψυχολογική του κατάρτιση.

Συνδύαζε τη φυσιογνωσία με τη φιλολογία, γεγονός που θα οδηγήσει μετέπειτα στην ιδέα δημιουργίας ενός επιστημονικού κλάδου, εκεί που στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ήταν χωρισμένοι. Έγινε έτσι φυσικοφιλόσοφος, όπως τον αποκαλούσαν οι συμφοιτητές του. Τα φυσικομαθηματικά, όπως διδάσκονται, δεν ανταποκρίνονταν ούτε στις ανάγκες του δασκάλου, ούτε στις ανάγκες της πρακτικής εφαρμογής. Ήταν όμως ανάγκη να ενισχυθούν οι φυσικές επιστήμες.

Στην αρχή το Υπουργείο Παιδείας δεν δεχόταν να μπει η χημεία στα γυμνάσια γιατί οι υπεύθυνοι πίστευαν ότι δεν έχει ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ωστόσο τα πράγματα καλυτέρευσαν και το 1889 έγινε νέο χημείο με τα μέσα της εποχής. Την κατάσταση προσπαθούσαν να βολέψουν με υποτροφίες και εκπαιδευτικές άδειες προς τους καθηγητές. Όμως, οι νέες αντιλήψεις που κόμιζαν από την Ευρώπη οι μετεκπαιδευόμενοι έπρεπε να υπερνικήσουν τις συντηρητικές που υπήρχαν στο πανεπιστήμιο. Ανάλογη κατάσταση έφερε στο φως σε μια έρευνά του ο Στεφανίδης για τις ελληνικές κοινότητες στην προεπαναστατική περίοδο , συνέχεια της οποίας αποτελούσε η κατάσταση της εποχής που σπούδαζε.

Σ’ αυτήν την περίοδο ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Φίλων Οφερέτης. Από τις πρώτες του γνωριμίες στην Αθήνα ήταν η ρετσίνα για την οποία έγραψε και χρονογράφημα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Αρμονία” της Σμύρνης. Παράλληλα έγραψε δημώδη μετεωρολογικά στον “Κόσμο” της Αθήνας , με αμοιβή πέντε δραχμές το άρθρο.

Η συγγραφική του δραστηριότητα παρουσιάστηκε και στο φυσιογραφικό περιοδικό “Προμηθεύς” που εξέδωσαν οι φοιτητές σε συνεργασία με τη διεύθυνση και τους καθηγητές τους. Μ’ αυτά του τα δημοσιεύματα , που ήταν προοδευτικά , ήρθε σε αντίθεση με το συντηρητικό περιοδικό “Ανάπλασις”, που κατηγόρησε και το γεωλόγο καθηγητή Κ. Μητσόπουλο για άθεο και τον οποίο ο Στεφανίδης τον υπερασπίστηκε με ένα έντονο άρθρο. Ο ίδιος θεωρούσε ότι “τιμωρήθηκε” για το άρθρο του αυτό με το να μη του εγκριθεί στη συνέχεια υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό.

Στη Λέσβο είχε τον καιρό να κάνει περιοδεία για να γνωρίσει από κοντά τα χωριά της. Ήθελε να μιλήσει με τους κατοίκους και ν’ ακούσει τη γλώσσα τους που είχε σχέση με τα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Εντύπωση του έκανε η γεωλογική κατασκευή του νησιού με τους δύο κόλπους και τη θέση τους, τον ένα κάθετα στον άλλο. Τα φυσιογνωστικά και τα ιστορικά της Μυτιλήνης τα έγραψε στην “Ημέρα της Τεργέστης” και σε άλλες εφημερίδες, που βοήθησαν και το γερμανό γεωγράφο Buechner να γράψει το σχετικό άρθρο σε γερμανική εγκυκλοπαίδεια. Διδακτορικές εξετάσεις έδωσε το 1893 και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ της φιλοσοφίας “επί φυσικαίς επιστήμαις με ειδικές γνώσεις χημείας” ανακηρύχθηκε με την πρωτότυπη επιστημονική του εργασία “το ύδωρ ως γεωλογικός παράγων υπό χημικήν έποψιν”. Δε δέχτηκε τη συμβατική έτοιμη εργασία , που γινόταν δεκτή από τη σχολή, για να ευκολυνθούν οι φοιτητές. Τέλος, τις σπουδές του συμπλήρωσε στη Γερμανία , στην Αγγλία και στη Γαλλία. Είναι ένα από τα θλιβερά του τόπου μας ότι δεν βρέθηκε μια θέση καθηγητή γυμνασίου για τον Στεφανίδη στην ελεύθερη πατρίδα του κι αναγκάστηκε να επιστρέψει στην υπόδουλη γενέτειρά του.

 

 

3. Γ΄ Περίοδος της ζωής του: 1894 – 1912

Η τρίτη περίοδος της ζωής του Στεφανίδη ξεκινά από το 1894 μέχρι το 1912 και αφορά κυρίως τη θητεία του ως αστυχημικού στο πρώτο χημείο που ίδρυσε ο δήμος Μυτιλήνης αλλά και τα πρώτα χρόνια του στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης.

α. Αστυχημικός στη Μυτιλήνη

Μέσα σε μια αίθουσα του Δημαρχείου ιδρύθηκε το αστικό χημείο (1894), μικρό μα αρκετό για να κάνει τις αναλύσεις που χρειαζόταν. Διευθυντής του ορίστηκε ο 26χρονος Στεφανίδης. Ήταν το πρώτο χημείο στο Αιγαίο. Έκανε έλεγχο στα τρόφιμα, στα ποτά και στα φάρμακα και έβγαζε στο φανερό τη νοθεία. Έκανε ακόμα και ιατρικές αναλύσεις. Σκοπός του ήταν να εξυπηρετήσει τα βιομηχανικά και εμπορικά συμφέροντα του νησιού. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι της αγοράς, αλλά και το δημόσιο οθωμανικό Τελωνείο δεν το είδανε και με μεγάλη ευχαρίστηση. Τους τρόμαζε η ανάλυση. Ωστόσο, παρά τις αντιδράσεις οι Μυτιληνιοί έμαθαν να μετρούν την οξύτητα του λαδιού, έμαθαν τι είναι ανάλυση. Η χημεία άρχισε να κάνει θαύματα . Οι εφημερίδες της πόλης μιλούσαν με καλά λόγια για το χημείο της Μυτιλήνης και τα πιστοποιητικά του αναγνωρίζονταν από τα γαλλικά και ρωσικά τελωνεία.

Ο Στεφανίδης επιχείρησε δύο φορές ν’ αποκτήσει και κρατικό τίτλο. Σ’ αυτό βοηθούσε η στενή σχέση που είχε με το κυβερνητικό τελωνείο, σαν αστυχημικός . Έκανε ταξίδι στην Πόλη (1896) και ζήτησε να πάρει το πτυχίο της φαρμακευτικής σχολής της οθωμανικής Ιατρικής Σχολής , που ήταν μαζί και πτυχίο χημικού και έδινε δικαίωμα για φαρμακείο. Παρουσιάστηκε σε συνεδρίαση της σχολής και υποστήριξε τη θέση του , μα χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Το 1898 έκανε άλλη προσπάθεια να πάρει τον τίτλο του νομοχημικού του Αιγαίου από το Υπουργείο Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πήγε πάλι στην Πόλη , όπου έμεναν και τα αδέρφια του , και παρουσιάστηκε στον ίδιο τον Υπουργό με τις σχετικές συστάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν κι εδώ αρνητικό κι ο Στεφανίδης γύρισε στη Μυτιλήνη στη θέση του καθηγητή , που είχε πάρει. Τα πρακτικά του δημοτικού χημείου τα δημοσίευσε αργότερα (1909) στη “Νέα Ημέρα” της Τεργέστης κι ύστερα σε μικρό τόμο.

Η θητεία του στο Χημείο της Μυτιλήνης τον βοήθησε πολύ στη δουλειά του ως καθηγητή στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης αλλά και στις μετέπειτα επιστημονικές του μελέτες. Μια τέτοια, ήταν το μαύρο χρώμα που είχαν τα αρχαία αγγεία της Μυτιλήνης.

β. Η θητεία του στο Γυμνάσιο

Το 1896-1912 ο Μιχαήλ Στεφανίδης δίδαξε φυσικές επιστήμες στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, όπου διορίστηκε το 1896 σε ηλικία 28 χρόνων. Τα πρώτα χρόνια της θητείας του στο Γυμνάσιο συνέπεσαν με το χωρισμό της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σε φυσικομαθηματικό τμήμα και φιλολογικό, γεγονός που διευκόλυνε διαίτερα το Στεφανίδη

ιστη δουλειά του στο Γυμνάσιο αλλά και στην προσωπική του απασχόληση. Εκείνη την εποχή γινότανε γνωστή η χημεία όπως προηγουμένως είχε κάνει με το λεσβιακό λαό μέσα από το δημαρχιακό Χημείο. Κατά τη συμφωνία του με την εφορία δίδασκε μόνο έντεκα ώρες την εβδομάδα στις τέσσερις γυμνασιακές τάξεις. Τις παραδόσεις του τις άρχισε με μια εισαγωγή περί των νεοτέρων φυσικών επιστημών των οποίων πρυτάνευαν τότε οι νεοφανείς “ακτίνες Ραίντγκεν” με τις πολλές θαυμαστές επαγγελίες. Κατά το πρώτο έτος του διδακτικού του σταδίου είχε δώσει μια ξεχωριστή προσοχή στη σύνταξη του διδακτικού του συστήματος, όπως το αντιλαμβανόταν, με βάση τις στοιχειώδεις θεωρητικές αρχές και με την ιστορική εξελικτική σειρά των γνώσεων. Πίστευε ότι η μύηση του μαθητή στη θεωρητική βάση του κάθε μαθήματος, αλλά και στη γενική των διαφόρων μαθημάτων, διευκολύνει όχι μόνο την αφομοίωση των γνώσεων από τους μαθητές αλλά και τον πολλαπλασιασμό τους και τη διδασκαλία του καθηγητή. Ότι η πειραματική απόδειξη ακολουθεί συγχρόνως σαν μια στερέωση της θεωρητικής διδασκαλίας. Ό,τι δηλαδή, ακριβώς συμβαίνει και στις επιστημονικές έρευνες, με την καθοδήγηση του πειράματος από την θεωρία.

Είχε δημιουργήσει επαρκές χημείο όχι μόνο για τα παραδοσιακά πειράματα, αλλά και για την πρακτική εξάσκηση των μαθητών στην παρασκευή χημικών ουσιών. Συμπλήρωσε την οργανοθήκη της φυσικής και κατάρτισε μια μικρή ορυκτολογική και πετρογραφική συλλογή σχετικά με την ορυκτολογία και τη γεωλογία της νήσου Λέσβου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του αυτές, είχε συντάξει περιληπτικά σύντομα εγχειρίδια και πρώτα απ’ όλα “Μαθήματα Γενικής Πειραματικής Χημείας” που εισήχθησαν στα Γυμνάσια της Μυτιλήνης, Σμύρνης, Κυδωνιών και Κωνσταντινουπόλεως. Όλοι οι μαθητές του, όσοι σπούδασαν μετά στο εξωτερικό (και από τότε ακολούθησαν τη σπουδή των Φυσικών ή άλλων σχετικών επιστημών) ομολογούσαν την εντύπωση που έκανε στις σχολές της Ευρώπης η βασική θεωρητική κατάρτιση και μύησή τους στο μυστικό των χημικών εξισώσεων με τον ιδιαίτερο χημικό τους κανόνα, και γενικά στο επιστημονικώς σκέπτεσθαι.

Αλλά μια καινοτομία του που είχε γενικότερο ενδιαφέρον ήτανε η εισαγωγή στη Μ. Εκπαίδευση, μαζί με την ιστορική διδασκαλία των Φυσικών, και ξεχωριστού μαθήματος της ιστορίας των Φυσικών Επιστημών, από τους πρώτους έλληνες φυσικούς φιλοσόφους έως τη σύγχρονή μας επιστήμη. Ήταν μια σχολική πρωτοπορία με διεθνή σημασία, που την ακολούθησε μετά η πρωτοπορία του στην εισαγωγή του μαθήματος αυτού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών που θεωρήθηκε από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα σαν ένα ξεχωριστό παράδειγμα για τα άλλα Πανεπιστήμια. Και με όλη του αυτή την προσπάθεια το Γυμνάσιο

Μυτιλήνης είχε “αναδειχθή εις περιοπήν” όπως έγραψε ο παλιός του μαθητής Βαβούδης στον “Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής” και στην πρωτοπορία του εκείνη οφείλεται “η λογοτεχνική Λεσβιακή Άνοιξη ” όπως έγραψε “ο Πρωτοπάτσης”. Ο ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης, γράφοντας λίγες μέρες μετά το θάνατο του στη Νέα Εστία ένα άρθρο με τον τίτλο “Μιχαήλ Στεφανίδης”, μας τον παρουσιάζει ως εξής: “Η αξία των ανθρώπων της επιστήμης και της παιδείας αποτιμάται βέβαια με το έργο που κάνουν και αφήνουν φεύγοντας. Αποτιμάται όμως, και με κάτι άλλο: με την ανάμνηση που αφήνουν ως άνθρωποι, με την λάμψη και την παράδοση που δημιουργούν. Πολλοί μπορούν να διδάσκουν σωστά. Ελάχιστοι όμως, έχουν το προνόμιο να γίνουν θρύλοι. Και η παιδεία, όπως κάθε τι που πρέπει να εμπνέει, έχει ανάγκη από θρύλους”.

Έλεγε γι’ αυτόν ένας άλλος μαθητής του, ο ζωγράφος Αντώνης Πρωτοπάτσης : “Τον βλέπω πάντα με τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη που μας πλημμυρούσε γι’ αυτόν απ’ τα θρανία. Η γενεά μου, η γενεά της “Λεσβιακής Άνοιξης” είχε μεγαλώσει με τον θαυμασμό αυτό. Ο Στεφανίδης ήταν ο δάσκαλος που μας άνοιξε νέους ορίζοντες, που μας ξύπνησε πνευματικές ανησυχίες. Κάθε του μάθημα ήταν νέα προσφορά από πνευματική τροφή. Περιμέναμε την ώρα των Φυσικών σαν γιορτή. Ο φυσικός Μιχαήλ Στεφανίδης ήταν και ποιητής. Ίσως μάλιστα να ήταν ποιητής αυθεντικός, πλήρης από την μαγεία του οράματος, ακριβώς γιατί ήταν φυσικός. Στο βάθος κάθε γεννημένου ερευνητή των θετικών επιστημών υπάρχει ένας ποιητής που γρηγορεί”.

Ένας άλλος μαθητής του, ο λογοτέχνης Μ. Καλοναίος σ’ ένα άρθρο του μετά το θάνατο του Στεφανίδη γράφει: “Όταν ο πόνος για κάθε καλό γίνεται αφόρητος, ο πόνος θα είναι δίχως άλλο μουσικός, εντάφια λύπη. Γιατί ωραίος ήταν ο κόσμος που έπλασε ο Στεφανίδης, όταν τους πιο σοφούς στοχασμούς του τους τοποθετούσε μέσα σε καλλιτεχνικό πλαίσιο και πάνω από τον μελετηρό επιστήμονα και τον ακούραστο φυσιοδίφη ξεχώριζε πάντα ο ποιητής”.

Η επίδραση του Στεφανίδη στη λεσβιακή πνευματική ζωή με τη φωτεινή ενδιαφέρουσα διδασκαλία του στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης υπήρξε τεράστια και η φήμη του ταχύτατη. Γρήγορα από τα σύνορα του Σαπφικού νησιού περνά σα μετέωρο για να φωτίσει το στερέωμα της πνευματικής Ελλάδας και ν’ ανοιχτεί σ’ ευρύτερους επιστημονικούς και διεθνείς ορίζοντες κάνοντας αρχή με την αξιόλογη προσφορά του στο πολύτιμο έργο του διάσημου αυστριακού γλωσσολόγου Kretschner, που ήρθε να μελετήσει το Λεσβιακό ιδίωμα το 1901.

Μελετηρός και ακαταπόνητος έζησε από τα πρώτα βήματα της ήβης ως το τέλος του μια ζωή, που δεν γνώριζε ξεκούρασμα. Σ’ ένα ποίημα του μας περιγράφει μία ελιά, που έχει ριζώσει στο σχίσιμο ενός βράχου “χωρίς μία χούφτα χώμα χωρίς μία νερού σταλιά” και λέγει:

Μα πολεμά η δουλεύτρα

Νικήτρα της ζωής!

Κάνει καρπό από πέτρα

Και φύλλα ολοχρονίς

Και θρονιαστή, η μικρούλα ελιά,

Στο βράχο της αιώνια

Ζει μία ζωή με την δουλειά

Κι’ άλλη ζωή με χρόνια.

 

Η ελιά αυτή συμβολίζει την ίδια τη ζωή του Στεφανίδη, τη ζωή του ακαταπόνητου σοφού, με τη βαθιά και δημιουργική μελέτη, με την πολυσχιδή του ευρυμάθεια.

To 1909, 41 χρονών έγραψε την “Ψαμμουργική και χημεία” για υφηγεσία που παρουσίασε την άλλη χρονιά στο Πανεπιστήμιο. Ερευνά την μεταλλουργία του χρυσού στην Αίγυπτο από τις χρυσοφόρες χαλαζιακές φλέβες από το “χύμα” απ’ όπου βγάζει τη “χυμευτική” και την “χυμεία” με “υ” και όχι με “η”, όπως είναι η ευρωπαϊκή χημεία από την αραβική αλχημεία. Χωριστή προσοχή έδωσε στη χημεία. Η έρευνά του έβγαλε στο φανερό ολόκληρο σύστημα χημικές γνώσεις με δική τους ορολογία που δείχνει πως και η χημική επιστήμη είναι μέσα στην ελληνική σκέψη.

Το 1912, 44 χρονών υπέβαλλε την παραίτηση του και κατέβηκε στην Αθήνα όπου έγινε υφηγητής της ιστορίας της χημείας στο πανεπιστήμιο Αθηνών .

 

4. Δ΄ Περίοδος της ζωής του (1913 – 1939)

Η θητεία του στο Πανεπιστήμιο

Το 1913 αρχίζει η νέα περίοδος ζωής του Μιχαήλ Στεφανίδη και τελειώνει το 1926. Την ίδια χρονιά διορίστηκε ειδικός συντάκτης του Κρατικού Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας ύστερα από πρόσκληση του καθηγητή Γ.Χατζιδάκη. Λίγες μέρες μετά το διορισμό του, η επιτροπή σύνταξης του Ιστορικού Λεξικού τον προσκάλεσε στην Αθήνα για να αναλάβει τη σύνταξη των φυσιογνωστικών όρων της ελληνικής γλώσσας που έφταναν τα 2.600 άρθρα . Αργότερα το λεξικό αυτό υπήχθη στα Ινστιτούτα της Ακαδημίας Αθηνών και ο Στεφανίδης αφοσιώθηκε σε αυτό μέχρι το 1957 που ήταν και το τέλος της ζωής του

Την 1η Νοεμβρίου 1919 ο Μιχαήλ Στεφανίδης απέκτησε και πάλι την Υφηγεσία που είχε χάσει με προηγούμενο νόμο και άρχισε τις παραδόσεις του ως υφηγητής της Ιστορίας της Χημείας. Η ελκυστική μέθοδος διδασκαλίας του κατέκτησαν την σπουδάζουσα νεολαία αλλά προκάλεσαν και το φθόνο των συναδέλφων του.

Το 1920, όταν άλλαξε ο κανονισμός του Πανεπιστημίου, με το κύρος το οποίο είχε αποκτήσει , πρότεινε να ιδρυθεί η έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστήμων.

Το 1924 γίνεται έκτακτος καθηγητής του Πανεπιστήμιου των Αθηνών , το οποίο ίδρυσε γι αυτόν την έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστήμων, που ήταν η μοναδική σ’ όλον τον κόσμο, γεγονός το οποίο επισημαίνεται διεθνώς και ταυτόχρονα ξεχωρίζει η συμβολή του πρώτου καθηγητή της, Μιχαήλ Στεφανίδη. Η ίδρυση της έδρας αυτής είχε παγκόσμια απήχηση. Μεταξύ των πολλών που ελέχθησαν και γράφτηκαν, ιδιαίτερη άξια έχουν τα λόγια του μεγάλου ιστορικού των επιστήμων George Sarton το 1926, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε: “απ’όσα γνωρίζουμε η έδρα του Πανεπιστήμιου Αθηνών είναι η μόνη προς το παρόν στον κόσμο που αφιερώθηκε στις δικές μας σπουδές…Πόσος καιρός άραγε θα περάσει ακόμα μέχρις ότου ιδρυθούν και άλλες πανεπιστημιακές έδρες στα μεγάλα επιστημονικά κέντρα για τη σπουδή των ευγενέστερων φάσεων της εξέλιξης της ανθρωπότητας;”.Ύστερα από 10 χρόνια έγινε τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα με ειδικό νόμο.

Το 1926 εκδίδει το έργο του “Αι φυσικαί επιστήμαι εν Ελλάδι προ της επαναστάσεως”, ενώ την ίδια περίοδο (1913-1926) δημοσιεύει κυρίως γλωσσολογικές μελέτες σχετικές με τις φυσιογνωστικές επιστήμες, αλλά και άλλες αξιόλογες εργασίες .

Την ακαταπόνητη ερευνητική και ερμηνευτική διάθεση του Μιχαήλ Στεφανίδη υπέσκαπτε αδιάκοπα η μικρότητα και κακότητα μερικών συναδέλφων του που επέτυχαν να κάμψουν την αντοχή των νεύρων του και μεταξύ του 1932 και του 1935 ανέκοψαν τη δημιουργική του δράση και τον υποχρέωσαν να φροντίσει για την ψυχική του υγεία. Τον Στεφανίδη που τίμησαν οι μεγάλοι ξένοι συνάδελφοι του δεν τον έκαναν τακτικό καθηγητή και τον άφηναν να παλεύει για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές του ανάγκες με το μισθάριο του έκτακτου καθηγητή. Μάλιστα κάθε φορά που ο Κοσμήτορας της Φυσικομαθηματικής Σχολής έφερνε το ζήτημα της εκλογής του Στεφανίδη ως τακτικού καθηγητή, μερικοί συνάδελφοι συνεννοημένοι μεταξύ τους ματαίωναν την απαρτία του σώματος, για να μη γίνει η εκλογή. Ο Μ. Στεφανίδης το 1938, σε ηλικία 70 ετών, με 36 ψήφους υπέρ και 6 λευκούς, ψηφίζεται ακαδημαϊκός.

 

 

 

Για την τελευταία περίοδο της ζωής του Μ. Στεφανίδη οι πληροφορίες που έχουμε είναι περιορισμένες. Έχοντας πλέον, τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και του Ακαδημαϊκού , συνεχίζει ακάθεκτα το συγγραφικό του έργο. Η ιταλική λογοκρισία της Κατοχής δεν τον πτοεί . Παρά τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς συνεχίζει τις εργασίες της Ακαδημίας , γεγονός που έκανε την Ακαδημία αργότερα να καυχάται γι’αυτό.

Σαν άνθρωπος υπήρξε νηφάλιος, θυμόσοφος, σεμνός, συνετός, ευπρεπής, αρίστου ήθους, εξαιρετικής τιμιότητας και ειλικρίνειας, λιτός, ανεπιτήδευτος στους τρόπους, προσήνης, μεταδοτικός των φώτων του, δραστήριος, εργατικός, χαλκέντερος εργάτης του πνεύματος και της καλάμου, ακαταπόνητος ερευνητής της φιλοσοφικής και επιστημονικής αλήθειας κριτικός αμερόληπτος και ακριβοδίκαιος, επικριτής αμείλικτος κάθε μωροφιλοσοφίας, τηρητής πιστός των ελληνικών ηθών και παραδόσεων. Ο Μιχαήλ Στεφανίδης κατάφερε να νικήσει τις προλήψεις και προκαταλήψεις της εποχής του και να στήσει το προσωπικό του οικοδόμημα μέσα στο μεγάλο επιστημονικό οικοδόμημα. Η μικρόνοια όμως, και η μικροψυχία των ανθρώπων δεν άντεξε το πνευματικό ανάστημα του Μ. Στεφανίδη. Μετά την αποχώρησή του από το Πανεπιστήμιο, η έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών καταργήθηκε. Συνταξιοδοτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου το 1939 με σύνταξη ίση με τα 55/50 του μηνιαίου μισθού του τακτικού καθηγητή Παν/μίου ή δρχ. 8.500 η οποία αυξήθηκε με την υπ ΄ αριθμόν 4061/1943 πράξη από την 1 Νοεμβρίου 1943 σε 11.060 κατοχικές δρχ. Ο θάνατος τον βρήκε πλήρη ημερών, στις 25 Νοέμβριου 1957.

Ο Μιχαήλ Στεφανίδης δεν απέκτησε παιδιά. Υιοθέτησε τη Μαρία, σύζυγο του Αθανασίου Χολέβα, που έφερε στον κόσμο δυο παιδιά την Ανδρονίκη και το Μιχαήλ. Όπως μας πληροφορεί ο Στέλιος Εμμ. Παπαδάκης (1959, Μιχαήλ Κ. Στεφανίδης 1868-1957, Λεσβιακά, τόμος Γ΄, σελ. 119), “Τα τελευταία του χρόνια εγλύκαινε η παρουσία στη ζωή του των δύο χαριτωμένων εγγονιών του και τον έκανε να ξεχνά κάπως τις πικρίες που τον πότιζαν οι άνθρωποι”.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

 

1. ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

 

Ο Μιχαήλ Στεφανίδης υπήρξε, μαζί με τους Georges Sarton, Lynn Thorndike και Aldo Mieli, από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ιστορικούς της επιστήμης, μια ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότητα που την χαρακτήριζαν κυρίως η πρωτοτυπία και η συνθετικότητα. Στην εποχή μας, που τη διακρίνει ιδιαίτερα η έλλειψη συνθέσεως (“ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν ήταν κάτοχος τόσων πολλών γνώσεων και βέβαιος για τόσο λίγες αρχές” όπως είπε ο ισπανο-αμερικανός φιλόσοφος George Santayana ) συνθετικά πνεύματα όπως του Στεφανίδη αποτελούν απαραίτητους παράγοντες συντηρήσεως των βάθρων του πνευματικού πολιτισμού. Είναι δε τόσο λίγοι οι κάτοχοι του  ταλάντου της συνθέσεως, ώστε να αποτελεί ξεχωριστή τύχη για τον τόπο μας, η αντιπροσώπευσή του στο διεθνές επιτελείο των συνθετικών επιστημόνων από το Μιχαήλ Στεφανίδη. Υπήρξε ακάματος συλλέκτης στοιχείων αλλά, κυρίως υπήρξε λαμπρός ερμηνευτής και συνθέτης αυτών των στοιχείων. Η συνθετική του πηγή συντηρούσε την ευφορία του ερευνητικού του πεδίου.

Ο Μιχαήλ Στεφανίδης ήταν ο υπέροχος φυσιοδίφης και ιστορικός των Φυσικών Επιστημών, ο μελετητής και ερμηνευτής των αλχημικών και αστρολογικών κειμένων, ο διακεκριμένος φιλόλογος και ποιητής, ο γλωσσολόγος, ο μαθηματικός, ο βυζαντινολόγος, ο λαογράφος, ο χημικός, ο φιλόσοφος, ένας σοφός. Έγραψε περισσότερα από 260 συγγράμματα και πραγματείες. Η αποτίμηση της προσωπικότητας και της επιστημονικής του παραγωγής αποτελεί ενέργεια εξαιρετικά δύσκολη και εξαιτίας του όγκου του έργου του αλλά κυρίως της πολυμορφίας του. Το πράγμα καθίσταται πιο δύσκολο ακόμα επειδή ο μελετητής του Στεφανίδειου έργου πρέπει απαραιτήτως να διεξέλθει και να κατανοήσει στοιχεία που προϋποθέτουν γνώσεις τόσο των θεωρητικών όσο και των θετικών επιστημών.

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε ορισμένα στοιχεία που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της επιστημονικής προσωπικότητας του Μιχ. Στεφανίδη. Σημειώνουμε την επίδραση των μαθηματικών από την πλευρά του πατέρα του, ο οποίος ήταν καθηγητής μαθηματικός, την καλή ανθρωπιστική εκπαίδευση του Γυμνασίου Μυτιλήνης με χωριστά μαθήματα Μυθολογίας και Αρχαιολογίας, με εκτενή Γεωγραφία, με πολλά ελληνικά και λατινικά, με σπουδασμένους καθηγητές ανάμεσα στους οποίους φυσικά, διακρίνεται ο Γρηγόριος Βερναρδάκης, αλλά και άλλα γνωστά ονόματα της λεσβιακής εκπαίδευσης. Η παρεχόμενη παιδεία κυριαρχείται φυσικά από τις ανθρωπιστικές γνώσεις, με πολλά ελληνικά και λατινικά, με τον Ηρόδοτο και τον Τάκιτο ως αναγνωστικά κείμενα. Ο ίδιος ο Μιχ. Στεφανίδης αναφέρει ότι στα εξωσχολικά του διαβάσματα υπήρχε αρκετή λογοτεχνία, ελληνική και ξένη. Κοντά σ΄ αυτά υπάρχει η συνεχής επαφή με το φυσικό περιβάλλον της λεσβιακής γης. Θα τελειώσει το Γυμνάσιο στα 1887 και θα παραμείνει στη Μυτιλήνη δύο χρόνια μαθαίνοντας διπλογραφία , λογιστική και ξένες γλώσσες, χωρίς όμως να αφήσει τη μουσική και τη φιλολογία.

Το 1888 γράφτηκε στο Φυσικό τμήμα της Φιλοσοφικής σχολής και όπως ομολογεί ο ίδιος, ενώ τον ενδιαφέρουν κυρίως η Χημεία, η Ορυκτολογία και η Φυσική, βρίσκει τη δυνατότητα να συμπληρώσει τη φιλολογική του μόρφωση. Ο ίδιος τότε με ευχαρίστηση αποδέχτηκε την προσωνυμία “ο φυσικοφιλόλογος” που του κόλλησαν από τα φοιτητικά του χρόνια, όταν άρχισε να καταγίνεται με τα αρχαία φυσιογνωμικά θέματα θεωρώντας ότι η νέα επιστήμη συνδέεται με την αρχαία ελληνική επιστήμη και είναι φυσική της εξέλιξη. Το σκόρπισμα της επιστήμης με τις πολλές ειδικότητες γύρευε μια σύνθεση, κι αυτή ήταν η Ιστορία των Φυσικών Επιστημών. Ο Μιχαήλ Στεφανίδης ξεκινώντας από τέτοιες σκέψεις έβαλε σκοπό την αναλυτική κριτική έρευνα από τα αρχαία κείμενα και με τη συνδρομή της πειραματικής κριτικής τη δημιουργία φυσιογνωμικής φιλολογίας ή φιλολογικής φυσιογνωμίας. Η μελέτη αυτή έδειχνε τη σύνδεση και τη φυσιογνωστική παράδοση από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα. Οι νέοι επιστήμονες της Αναγέννησης, μαθαίνοντας τις παρατηρήσεις, τις θεωρίες και τις υποθέσεις της αρχαίας Ελλάδας, τις μεταφέρανε στο εργαστήριο και από εκεί μέσα έβγαιναν οι παλιές ελληνικές γνώσεις σαν καινούρια ευρήματα της πειραματικής μεθόδου. Η νέα επιστήμη πρέπει να θεωρηθεί αυτόματη φυσική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής, αλλά και επαλήθευση αρχαίων ελληνικών παρατηρήσεων μέσα στο εργαστήριο με το πειραματικό πνεύμα του αλχημιστή της Ευρώπης. Για να πετύχει στην προσπάθειά του αυτή ο Μιχ. Στεφανίδης χρειάστηκε να παλέψει με την πρόληψη που επικρατούσε στον επιστημονικό κόσμο, με την αδιαφορία προς την αρχαιότητα. Η ανάπτυξη της επιστήμης με το πείραμα έκανε τους θετικούς επιστήμονες να μη δίνουν σημασία στην αρχαιότητα και τα έργα της, ούτε οι φιλόλογοι έδιναν προσοχή και σημασία στα φυσιογνωστικά αρχαία. Ωστόσο, ο Μιχ. Στεφανίδης βλέπει την ιστορία των Φυσικών Επιστημών σαν συνέχεια, σαν την ιστορία του Ελληνικού Πνεύματος. Κέντρο της ιστορικής έρευνας της επιστήμης έθετε την αρχαία ελληνική επιστήμη και φιλοσοφία, έναν ιστορικό ελληνοκεντρισμό με πηγή τον Αριστοτέλη. Την ιστορία των φυσικών επιστημών την έβλεπε σαν την ιστορία του ελληνικού πνεύματος. Τις αρχές της επιστημονικής σκέψης τις έβλεπε στους Ίωνες και τους Ελεάτες φιλοσόφους, σαν την ατομική θεωρία και τη διατήρηση της ύλης, ακόμα και το Δαρβίνο. Η αριστοτελική παράσταση από την πτώση των σωμάτων αποτελεί εισήγηση στην πειραματική έρευνα για τη βαρύτητα. Ο Μιχ. Στεφανίδης υποστηρίζει ότι “ο πρώτος νόμος του Γαλιλαίου περί της πτώσεως των σωμάτων και η αρχή της αδρανείας απαντώσιν ακέραια εν τη Φυσική Ακροάσει του Αριστοτέλους”, ενώ “η αριστοτελική θεωρία της “μεσότητος” της Γης προαγγέλλει την Νευτώνειον αιτίαν της βαρύτητος”. Μέσα στην αρχαία ελληνική σκέψη βρήκε την αρχή, τις πηγές της σημερινής επιστήμης : Γαλιλαίος, Αριστοτέλης, Ιπποκράτης, Γαληνός και Αριστοτέλης, Αρχιμήδης, Γαλιλαίος. Όμως ο Μιχ. Στεφανίδης δεν παραμένει στην αρχαία ελληνική επιστήμη, αν κι ένα μεγάλο μέρος των εργασιών του αναφέρεται σε αυτήν. Η επιθυμία του να αναζητήσει τις ρίζες της σύγχρονης επιστήμης τον οδηγεί εκεί. Η προσοχή του όμως, είναι στραμμένη κυρίως προς τη νεότερη ελληνική επιστήμη. Στο έργο του δε μπορούμε να μη διακρίνουμε μια προσπάθεια συγκερασμού της νεότερης επιστημονικής αλλά και φιλοσοφικής σκέψης (“αδιάκοπον”, γράφει, “υπήρξε πάντοτε το αμφίδρομον ρεύμα μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης”) με την αρχαιοελληνική, πάνω στη βάση των νεότερων κατακτήσεων του ανθρώπινου νου, και όχι της στείρας αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο. Αναφερόμενος στη μελέτη της επιστημονικής σκέψης κατά τη περίοδο της Νεοελληνικής Αναγέννησης, ο Μιχαήλ Στεφανίδης έγραφε ότι πρέπει “να εξετάζηται εν σχέσει προς την τότε ευρωπαϊκήν επιστημονικήν κίνησην”.

Παράλληλα ο Μιχ. Στεφανίδης αναπτύσσει και άλλες δραστηριότητες που πλαισιώνουν τις σπουδές του: συνεχίζει τις μουσικές σπουδές, γυμνάζεται συστηματικά, συγγράφει και αρθρογραφεί, περιηγείται τα καλοκαίρια τη Λέσβο παρατηρώντας το νησί από την πλευρά της επιστήμης του. Σ’ αυτήν την περίοδο ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Φίλων Οφερέτης και υπήρξε συνεργάτης της εφημερίδας “Αρμονία” της Σμύρνης όπου έγραψε χρονογραφήματα καθώς και του “Κόσμου” της Αθήνας, όπου έγραψε δημώδη μετεωρολογικά. Η δημοσιογραφική του ικανότητα πάντως έγινε γνωστή και πολλές εφημερίδες και περιοδικά του ζητούσανε άρθρα. Έτσι όταν το 1890 πήγε στη Μυτιλήνη, ήταν ανταποκριτής στην εφημερίδα η “Ακρόπολις”, της πιο προοδευτικής εφημερίδας εκείνης της εποχής.

Παίρνει το δίπλωμά του τον Ιανουάριο του 1893. Διδακτορικές εξετάσεις έδωσε το 1893 και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας “επί φυσικαίς επιστήμαις με ειδικές γνώσεις χημείας” με την πρωτότυπη επιστημονική του εργασία “Το ύδωρ ως γεωλογικός παράγων υπό χημικήν έποψιν”.

Την περίοδο 1894-1902 διορίζεται αστυχημικός στο δημοτικό χημείο της Μυτιλήνης και στη συνέχεια καθηγητής των φυσικών επιστημών στο Γυμνάσιο της πόλης. Ήταν το πρώτο χημείο στο Αιγαίο. Έκανε έλεγχο στα τρόφιμα και τα ποτά , στα φάρμακα και έβγαζε στο φανερό τη νοθεία. Έκανε ακόμα και ιατρικές αναλύσεις. Σκοπός του ήταν να εξυπηρετήσει τα βιομηχανικά και εμπορικά συμφέροντα του νησιού. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι της αγοράς, το δημόσιο οθωμανικό Τελωνείο και η αστική κοινωνία που συμβιώνει με την οθωμανική διοίκηση χωρίς ιδιαίτερες προστριβές, εμπορευόμενη και ευημερούσα, αντιδρά στο εκσυγχρονιστικό πνεύμα του Στεφανίδη, τον έλεγχο και τον εξορθολογισμό, αντιδρά εντέλει στην προστασία από την -επιζήμια και για την ίδια- νοθεία των αγαθών . Τους τρόμαζε η ανάλυση. Έτσι η τοπική οθωμανική διοίκηση και η κοινωνία της Μυτιλήνης θα αποβάλουν το Χημείο σαν ξένο σώμα. Ωστόσο, παρά τις αντιδράσεις οι Μυτιληνιοί έμαθαν να μετρούν την οξύτητα του λαδιού, έμαθαν τι είναι ανάλυση. Η χημεία άρχισε να κάνει θαύματα . Οι εφημερίδες της πόλης μιλούσαν με καλά λόγια για το χημείο της Μυτιλήνης και τα πιστοποιητικά του αναγνωρίζονταν από τα γαλλικά και ρωσικά τελωνεία Ο Στεφανίδης επιχείρησε δύο φορές ν’ αποκτήσει και κρατικό τίτλο, ανεπιτυχώς όμως. Τα πρακτικά του δημοτικού χημείου τα δημοσίευσε αργότερα (1909) στη “Νέα Ημέρα” της Τεργέστης κι ύστερα σε μικρό τόμο, στο πολύ σημαντικό δημοσίευμα αυτής της περιόδου που είναι το “Χυμεία και Λέσβος” στο οποίο συγκεντρώνει τον απολογισμό πεπραγμένων του Δημοτικού Χυμείου αλλά και μια θαυμάσια βιβλιογραφική σύνθεση για την ιστορία του νησιού.

Στο Γυμνάσιο διδάσκοντας Χημεία αρχίζει την εφαρμογή ουσιαστικά της διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών και παράλληλα μαθήματα για τα γράμματα και τη λογοτεχνία. Τότε στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης χωρίστηκαν πρώτη φορά τα φυσικά μαθήματα απ’ τα μαθηματικά και ο Μιχ. Στεφανίδης εισήγαγε μια πλήρη σειρά φυσικών μαθημάτων, ενώ για πρώτη φορά γινόταν γνωστή η χημεία και έπαιρνε την κυριεύουσα θέση της. Οι ανακαλύψεις της εποχής, οι ακτίνες του Roentgen με τα σχετικά πειράματα έδιναν την ευκαιρία για μια θεαματική εισαγωγή στις Φυσικές Επιστήμες. Εισήγαγε λοιπόν στη Μ. Εκπαίδευση μαζί με την ιστορική διδασκαλία των Φυσικών και ξεχωριστό μάθημα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών, από τους πρώτους Έλληνες Φυσικούς φιλοσόφους ως τη σύγχρονή του επιστήμη. Συνάμα καθιέρωσε και μια ιστορική μέθοδο διδασκαλίας των φυσικών μαθημάτων, σύμφωνη προς την ιστορική εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων. Έκτοτε παρατήρησε ότι η ιστορική αυτή διδασκαλία των Φυσικών συμβάλλει θετικά στην ευκολότερη κατανόηση των θεμάτων από τον μαθητή, διότι η διδακτική ανάπτυξη των γνώσεων κατά την ιστορική τους σειρά προχωρεί παράλληλα με την διδασκαλία, από τα απλούστερα προς τα συνθετότερα. Διευκολύνει την αφομοίωση και τον αυτοπολλαπλασιασμό των γνώσεων από τους μαθητές, αλλά και τη διδασκαλία του καθηγητή. Συγχρόνως, η πειραματική απόδειξη έρχεται σαν μια στερέωση της θεωρητικής διδασκαλίας. Αρκετοί από τους μαθητές του διακρίθηκαν στα Καλά Γράμματα και στις Τέχνες κι αναγνωρίζουνε πως σ΄εκείνον οφείλουν την ώθηση.

Το 1896 ο Στεφανίδης δημοσίευσε το σύγγραμμα του:“Η Ορυκτολογία του Θεόφραστου, ήτοι αι ορυκτολογικαί των αρχαίων γνώσεις εν συγκρίσει προς την νεωτέραν επιστήμην”. Με βάσει αυτό το σύγγραμμα εξεδόθη στην Αμερική τo 1956 σύγγραμμα των Earle R. Caley και John F. Richards με τον τίτλο “Τheophrastus on Stones” (The Ohio State University, 1956 σελ 238). Κατά την περίοδο 1896–1912 δημοσίευσε επίσης, κυρίως στο περιοδικό “Αθηνά”, σπουδαιότατες μελέτες για τη φυσική και τη χημική μελέτη των πόσιμων υδάτων από τους αρχαίους, για την αλχημεία και για την αρχαία ελληνική επιστήμη.

Το 1901 βοηθά το Βιεννέζο γλωσσολόγο Kretschmer που ήρθε στη Λέσβο για να μελετήσει το λεσβιακό ιδίωμα. Για τον Μιχ. Στεφανίδη η γλώσσα είναι πηγή ιστορική. Εκεί μέσα βρίσκεται η αρχαία πείρα, η λαϊκή πείρα, που σχετίζεται με την αρχαία ελληνική επιστήμη. Η ιστορία των λέξεων είναι δεμένη με την ετυμολογία τους. Γι’ αυτό έχουν ενδιαφέρον τα λαϊκά ονόματα, η δημώδης ορολογία. Η υπέροχη ελληνική γλώσσα γράφει, κλείνει την προγονική κληρονομιά και βοηθά να ερμηνευτούν τα αρχαία φυσιογνωμικά κείμενα. Το ενδιαφέρον του

για τη γλώσσα τον έφερε επίσης κοντά στον Πάλλη, τον καιρό που αυτός ήταν στη Μυτιλήνη (1907). Ήταν η εποχή που ο Πάλλης έκανε τη μετάφραση της Ιλιάδας και κουβέντιασαν για μερικές λέξεις. Ο Στεφανίδης είχε τη γνώμη, πως δεν είναι χρήσιμο οι ειδικοί όροι να είναι από τα αντίστοιχα ονόματα της καθημερινής ζωής. “Ποντίκια” δεν είναι όλοι οι μυς, μα μονάχα οι κυλιντρικοί και η λέξη “παΐδια” είναι μονάχα ειρωνική λαϊκή έκφραση, γράφει. Ο Πάλλης του έστειλε ένα ανάτυπο της Ιλιάδας του και ο Στεφανίδης του έστειλε πραγματείες του. “Είναι κρίμα τέτοιες πραγματείες”, έγραφε αργότερα ο Πάλλης, “να είναι γραμμένες στην καθαρεύουσα”. Μαζί του είχε και αλληλογραφία ο Στεφανίδης που χάθηκε.

Το 1909, 41 χρονών, έγραψε την “ Ψαμμουργική και Χυμεία ” (L΄Art Psammurgique et la Chimie) διατριβή για υφηγεσία, που παρουσίασε την άλλη χρονιά στο Πανεπιστήμιο. Ερευνά τη μεταλλουργία του χρυσού στην Αίγυπτο από τις χρυσοφόρες χαλαζιακές φλέβες από το “χύμα” απ’ όπου βγάζει τη “χυμευτική και τη χυμεία” με “υ” και όχι με “η” όπως είναι η ευρωπαϊκή χημεία απ’ την αραβική αλχημεία. Χωριστή προσοχή έδωσε στη χημεία. Η έρευνά του έβγαλε στο φανερό ολόκληρο σύστημα χημικές γνώσεις με δική τους ορολογία, που δείχνει, πως και η χημική επιστήμη δεν είναι ξένη με την ελληνική σκέψη. Οι περισσότεροι σήμερα δέχονται ότι η Χημεία έχει τις ρίζες της στην Αίγυπτο, που διέσωσαν οι Άραβες αλχημιστές και κατόπιν οι αλχημιστές του Μεσαίωνα. Η Ελληνική συμβολή δεν ήταν καθόλου γνωστή παλαιότερα, αλλά και σήμερα δεν προβάλλεται επαρκώς. Εκείνος που ανέδειξε την καταλυτική συνεισφορά των Ελλήνων στην γένεση αυτής της επιστήμης ήταν ο Γάλλος χημικός Marcelin Berthelot γύρω στα 1888. Ο Berthelot μελέτησε αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι χημικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεγάλες και πέρασαν στην Αλεξάνδρεια της ελληνιστικής εποχής. Στην Ελλάδα συνεχιστής των απόψεων του Berthelot και πρωτεργάτης της ανάδειξης της Ελλάδος ήταν ο Μιχαήλ Στεφανίδης . Αν δεν ήταν ο Berthelot και ο Στεφανίδης δεν θα ξέραμε ίσως πολλά πράγματα για την συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στη Χημεία. Μάλιστα ο Στεφανίδης με σειρές βιβλίων του απεδείκνυε ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν οι “χυμευταί”, κάτι αντίστοιχο των σημερινών χημικών μηχανικών. Οι αρχαίοι έλεγαν πως για να γίνει μια χημική πράξη, έπρεπε οι ουσίες να περάσουν από την κατάσταση του “χύματος”, που ήταν η λεπτή λειοτρίβηση της ύλης, πολύ λεπτή όπως το αλεύρι, για να αναμειχθεί με άλλο “χύμα” και με την διαδικασία της μεταλλοίωσης, της μεταβολής δηλαδή, θα δώσει ένα άλλο προϊόν. Η πράξη αυτή λεγόταν “ χυμίζειν ” ή ακριβέστερα “χυμεύειν”. Αυτοί που έκαναν την εργασία αυτή, που κατεύθυναν τους εργάτες, ονομάζονταν “χυμευταί”.

Όταν το 1910 γίνεται υφηγητής της Ιστορίας της Χημείας στη Φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταφυτεύει την ιστορική του εργασία από τη Μυτιλήνη στην Αθήνα. Το 1912, 44 ετών παραιτείται από το Γυμνάσιο Μυτιλήνης και κατεβαίνει στην Αθήνα.

Στην συνέχεια οι κύριοι σταθμοί της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ήταν οι ακόλουθοι :

1913 : Ο Μιχαήλ Στεφανίδης ήταν καλός γλωσσολόγος και προσλαμβάνεται από τον κορυφαίο ερευνητή Γεώργιο Χατζιδάκη ως συντάκτης του Κρατικού Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας (1913-1926) για τους φυσιογνωστικούς όρους. Ήταν ίσως μοναδική περίπτωση για έναν μελετητή των θετικών επιστημών να έχει, όπως εκείνος, και φιλολογική κατάρτιση. Στο Λεξικό, το οποίο αργότερα πέρασε στα Ινστιτούτα της Ακαδημίας Αθηνών, ο Μιχ. Στεφανίδης υπηρέτησε μέχρι του θανάτου του (1957) και έγραψε όλα τα άρθρα του φυσικού κόσμου από το Α–Ω (2600 περίπου). Όταν πέθανε ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Συντάξεως η οποία αποτελείτο από Ακαδημαϊκούς φιλόλογους. Υπήρξε επίσης συνεργάτης της “Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας”. Κατά την περίοδο 1913-1926 δημοσιεύει κυρίως γλωσσολογικές μελέτες σχετικές με τις φυσιογνωστικές επιστήμες, τη “Δημώδη Ονοματολογία” και τη “Φυσιογνωστική Ονοματολογία” , τα “Φυσιογνωστικά” (1923) και το “La Terminologie des Anciens”(1925). Παράλληλα, δημοσιεύει αξιόλογες εργασίες της ιστορίας των επιστημών : “Συμβολαί εις την ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών και ιδίως της Χημείας” (1914), “La Naissance de la Chimie” (1922), “ Ο Φυσιολόγος και η σχέσις αυτού προς τας απόκρυφους Επιστήμας” (1923), “Τα Μαθηματικά των Βυζαντινών” (1923), “Ο Αριστοτέλης ως φυσιοδίφης (η Αριστοτελική μέθοδος) ” (1925) και πολλά άλλα.

1919- 1920 : Το 1919 ανακτά την υφηγεσία καθώς ο θεσμός του υφηγητή είχε καταργηθεί το 1912 και αρχίζει τις παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με εναρκτήριο λόγο την “αρχή και τη χρησιμότητα της ιστορίας των φυσικών επιστημών”, δίνοντας στους φοιτητές τη δυνατότητα να φτιάξουν το οικοδόμημα της επιστήμης της χημείας από τις γνώσεις που είχαν στα τακτικά τους μαθήματα. Το ακροατήριο ήταν φοιτητές του φυσικομαθηματικού τμήματος, μαζί και φιλόλογοι.

Με το νέο κανονισμό του Πανεπιστήμιου το 1920 ο Μ. Στεφανίδης πρότεινε την ίδρυση μιας έδρας έκτακτης, αυτοτελούς, της ιστορίας των φυσικών επιστημών με υποχρεωτικό μάθημα και τμηματικές εξετάσεις. Η πρόταση έγινε δεκτή και μπήκε στον οργανισμό το 1924. Την ίδρυσή της ακόμα και οι φίλοι του δεν την έβλεπαν με καλό μάτι, μα έγιναν όλοι θιασώτες της όταν έγινε. Η έδρα είχε ιδρυθεί, αλλά η σχολή δεν έδειξε προθυμία να την πληρώσει.

1924 : Από το 1924 αρχίζει η τελευταία περίοδος της επιστη-μονικής σταδιοδρομίας του Μιχαήλ Στεφανίδη, κατά την οποία, ενώ συνεχίζονταν οι γλωσσολογικές του εργασίες, επικρατούν πλέον τα θέματα της Ιστορίας και της Φιλοσο-φίας των Επιστημών. Κατά την περίοδο αυτή, ο Μιχαήλ Στεφανίδης έδωσε τις μεγάλες συνθέσεις του. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ίδρυσε γι’ αυτόν την έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών και ο Μιχ. Στεφανίδης διορίστηκε έκτακτος καθηγητής. Παρόλες τις αντιδράσεις έγινε τελικά ο διορισμός του και κατέλαβε την έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών με μεγάλη πλειοψηφία. Ο ίδιος θεωρεί ότι η Ιστορία των Επιστημών είναι αυτόνομος κλάδος, ισότιμος με τους άλλους κλάδους της επαγγελματικής εκπαίδευσης, απαραίτητος για τη σωστή κατάρτιση κάθε επιστήμονα, θεμέλιο κάθε μόρφωσης. Στις 12 Μαΐου του 1924 (56 ετών ) έκανε το πρώτο μάθημα σαν καθηγητής σε ακροατήριο από φυσικούς και φιλόλογους. Το θέμα του ήταν ο Αριστο-τέλης ως φυσιοδίφης.

Η ίδρυση της έδρας αυτής είχε παγκόσμια απήχηση. Πολλά λέχθηκαν και γράφτηκαν από επιστήμονες διεθνούς κύρους και παγκόσμιας ακτινοβολίας, επειδή ως τότε αυτός ο κλάδος δε διδασκόταν σε κανένα Πανεπιστήμιο του κόσμου. Ο μεγαλύτερος ιστορικός των Επιστημών Georges Sarton το 1926 χαιρετίζει με ενθουσιασμό την ίδρυση της έδρας και γράφει ότι και οι άλλες χώρες πρέπει να μιμηθούν το παράδειγμα της Ελλάδας. Έτσι, φαίνεται ότι χάρις στην προσωπικότητα του Μιχ. Στεφανίδη γίνονται και στην Ελλάδα πράγματα που δεν έχουν το αντίστοιχό τους στη διεθνή επιστημονική σκηνή. Το πρόγραμμα της Ιστορίας των επιστημών που συλλαμβάνει ο Μιχαήλ Στεφανίδης αποτυπώνει με τον πιο συστηματικό τρόπο το είδος της επιστημονικής παράδοσης που κατασκευάζεται από τους έλληνες φυσικούς επιστήμονες των αρχών του αιώνα.

Η θέσπιση κατ΄αρχάς έκτακτης αυτοτελούς έδρας στην ιστορία των επιστημών από τη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που συνιστά ένα θεσμό ο οποίος κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζεται από πρόθεση και διάθεση θέσπισης καινούριων γνωστικών αντικειμένων, μαρτυρεί την ισχύ του προγράμματος που υποστηρίζει ο Μιχαήλ Στεφανίδης στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας. Πρόκειται για μια αντίληψη σχετικά με την ιστορία των επιστημών, που επιδιώκει να κατασκευάσει ελληνική επιστημονική παράδοση στις φυσικές επιστήμες και η οποία, εκτός από το Πανεπιστήμιο, εγκρίνεται πρόθυμα από την Ακαδημία Αθηνών.

Έτσι, ο Μ. Κ. Στεφανίδης στοχεύει κατ΄αρχάς να δείξει και, στη συνέχεια , να υπερασπιστεί στο έργο του “Περί της αρχής και της χρησιμότητος της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών” ότι “αι συνήθως ως αλήθειαι αναμφισβήτητοι φερόμεναι επιστημονικαί θεωρίαι δεν είναι τα πράγματα και ότι εύκολον εκ των θεωριών τούτων ν΄αναχθώμεν εις συμπεράσματα ψευδή”. Καθώς λοιπόν, αμφισβητείται η φερεγγυότητα της σύγχρονης επιστήμης, ο Μιχ. Στεφανίδης στο έργο του “Συμβολαί εις την Ιστορία των Φυσικών Επιστημών και ιδίως της Χημείας” (Αθήνα 1914) υποστηρίζει ότι η αρχαία ελληνική επιστήμη “και μεγαλείτερα και ουσιαστικότερα δικαιώματα δύναται να προβάλη”. Κατά αυτό τον τρόπο ο Στεφανίδης στο έργο του “Περί της αρχής και της χρησιμότητος της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών” (Αθήνα 1920), υποστηρίζει ότι “ο πρώτος νόμος του Γαλιλαίου περί της πτώσεως των σωμάτων και η αρχή της αδράνειας απαντώσιν ακέραια εν τη φυσική ακροάσει του Αριστοτέλους”, ενώ “η αριστοτελική θεωρία της ‘‘μεσότητος’’ της Γης προαναγγέλλει την Νευτώνειον αιτίαν της βαρύτητος”(Μιχαήλ Στεφανίδης, Αριστοτέλης-Αρχιμήδης-Γαλιλαίος, Ανάτυπο από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1953, σελ. 262). Είναι λοιπόν, προφανής ο τρόπος με τον οποίο η πανεπιστημιακά θεσπισμένη ιστορία των επιστημών στοχεύει στην αναγκαιότητα αποκατάστασης της “παλαιάς ιδέας και της παλαιάς θεωρίας”, η οποία πλησιάζει περισσότερον προς τας απωτέρας αιτίας”.(Μιχαήλ Στεφανίδης, Συμβολαί εις την ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών και ιδίως της Χημείας” (1914), ό.π., σελ. 18).

Με βάση τις πεποιθήσεις αυτές συγγράφεται αργότερα και το σχετικό πανεπιστημιακό εγχειρίδιο που προορίζεται για το μάθημα της Ιστορίας των Επιστημών: “με κέντρο την Ελληνικήν Επιστήμην, αναμορφωτήν της Ανατολικής σοφίας και πρόδρομον της όλης επιστήμης των μεταγενεστέρων χρόνων”.(Μ. Στεφανίδης, Εισαγωγή στην Ιστορία των Φυσικών Επιστημών, Αθήνα 1938), (βλ. τις “βιβλιοπαρουσιάσεις”, κεφ.Δ΄, σελ. 37-39 του παρόντος πονήματος).

Το 1926 ο Μιχ. Στεφανίδης εκδίδει το έργο του “Αι Φυσικαί Επιστήμαι εν Ελλάδι προ της Επαναστάσεως. Η εκπαιδευτική επανάστασις”. Το έργο αυτό ήταν μια εισαγωγή στη βιογραφία του Βενιαμίν Λέσβιου και αποτέλεσε πρώτο σταθμό στη μελέτη γενικότερα της ιστορίας των φυσικών επιστημών στον τόπο μας. Εδώ, σε αυτό το έργο, βρίσκει τη συγκεκριμένη της έκφραση μια ιδέα, ιδιαίτερα σημαντική που την πρωτοσυναντούμε το 1920 στη μελέτη του “Περί της αρχής και της χρησιμότητος της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών”, ότι δηλαδή οι φυσικές θεωρίες, οι φυσικές επιστήμες γενικότερα, δεν μπορούν να ερμηνευτούν σωστά και να καθοριστούν με ακρίβεια, αν δεν συνδεθούν σε ένα σχήμα αμφίδρομο, με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Στην αντίληψη αυτή στηρίζει και το συμπέρασμα ότι την πνευματική κίνηση κατά την προεπαναστατική περίοδο στον ελληνικό χώρο την προκάλεσε το κήρυγμα του τέλους του 17ου αιώνα στη Γαλλία για τις φυσικές επιστήμες και υπέρ της ελεύθερης και κατά φύσιν επιστήμης και το οποίο συνδέεται κατά τον Μιχ. Στεφανίδη στενά με τις επαναστατικές ιδέες του αγώνα των Ελλήνων κατά των πολιτικών και κοινωνικών τυράννων, κατά της πολιτικής δουλείας. Είναι η περίοδος κατά την οποία, σύμφωνα πάντα με τον Μιχ. Στεφανίδη, στην Ευρώπη τα νέα διδάγματα της επιστήμης διαδίδονται ως κηρύγματα απολύτρωσης από τις προλήψεις και τις τυραννίες. Ελευθερία πολιτική και ελεύθερη έρευνα συνδέονται. Είναι η περίοδος κατά την οποία “προΐσταται ο Ορθός Λόγος της Επιστήμης” με αποτέλεσμα την πεποίθηση ότι “μόνη η φύση είναι ο τόπος όπου πρέπει να ζητηθεί η αποκάλυψη των μυστηρίων της Δημιουργίας και ότι της φυσικής πραγματικότητας ερμηνευτής είναι ο ορθός λόγος, απαλλαγμένος των δογματικών κανόνων και των αντιλήψεων που επικρατούν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο”.

1935 : Ο Μιχ. Στεφανίδης γίνεται τακτικός καθηγητής στην έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1939.Κατά την περίοδο 1924-1940 ο Μιχ. Στεφανίδης δημοσιεύει εκτός από τις πολυάριθμες σύντομες εργασίες και ανακοινώσεις του, τις εξής εκτενέστερες πραγματείες με τις οποίες θεμελιώθηκε ο κύριος σκοπός της ζωής του: “L΄essai des substances chez les anciens” (1929 –1930), “L΄Histoire des Sciences en Grece” (1932),“Aristoteles als Naturforsscher” (1932), “Les savants Byzantins et la Science moderne” (1932), “Τables chronologiques d΄Histoire de Sciences du XVI siecle en ce qui regarde la Science grecque” (1940), “Histoire naturelle des mots ou naissance de la langue et prehistoire de l΄empirisme par les mots” (ιδία φυσική θεωρία περί γενέσεως της γλώσσας, 1940).

1938: Γίνεται Ακαδημαϊκός. Τα πράγματα βέβαια δεν εξελίσσονται έτσι απλά και ευθύγραμμα. Το ζήτημα της χρησιμότητας του μαθήματος που έχει επιλέξει ο λέσβιος λόγιος συνεχώς τίθεται και επανατίθεται. Στο Πανεπιστήμιο δημιουργούνται δυο τάσεις που υποστηρίζουν κάθε μια αντίθετες θέσεις και παρακολουθώντας κανείς τα πράγματα της εποχής έχει την εντύπωση ότι ο Στεφανίδης βρίσκεται σε αμυντική θέση προσπαθώντας να πείσει κάθε φορά για την χρησιμότητα του έργου και της μεθόδου που ακολουθεί.

Ο Μιχ. Στεφανίδης, ο οποίος υπήρξε επίσης μέλος πολλών ευρωπαϊκών επιστημονικών οργανώσεων και δημοσίευσε πολυάριθμες πρωτότυπες μελέτες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, έτυχε διεθνούς αναγνώρισης για την προσφορά του [βραβεύτηκε στο Παρίσι από την Association pour l’ encouragement des Etudes grecques (“Εταιρία για την προώθηση των Ελληνικών σπουδών”)] και θεωρείται ο πατέρας της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών ως ιδιαίτερου επιστημονικού κλάδου. Οι μεγάλοι συνάδελφοί του ανεγνώρισαν τον κύριο ρόλο που έπαιξαν οι μελέτες του και οι ιδέες του για τη λαϊκής εμπειρία ως υπόβαθρου της τεχνολογικής και της επιστημονικής προόδου και για την ορολογία των αρχαίων ως σημαντικού παράγοντα της εξέλιξης της επιστήμης, στην διαμόρφωση της ιστορίας των επιστημών. Ο Στεφανίδης δεν έδινε μόνο το “παρών” με περιοδικές και διάσπαρτες ανακοινώσεις και πραγματείες, αλλά με το έργο του δημιούργησε το παρόν και διέγραψε το μέλλον μιας νέας ανθρωπιστικής και θετικής επιστήμης, της Ιστορίας των Επιστημών.

Στην προσπάθειά του επίσης, να εξηγήσει την μεταπολεμική,του Πρώτου πολέμου, πνευματική κίνηση, αντιμετωπίζει το ρόλο, που παίζουν και έπαιξαν οι φυσικές επιστήμες. Οι φυσικές επιστήμες επιδράσανε όχι μόνο στην πρακτική ζωή, αλλά και την ηθική και την πνευματική. Με τον πλούτο, που δημιούργησε η επιστημονική ανάπτυξη οδήγησε στον ανταγωνισμό και στον πόλεμο. Το επιστημονικό εργαστήριο δημιούργησε δύο κόσμους φτιαχτούς κοντά στο φυσικό, τον ένα υλικό και τον άλλο ηθικό, όπου κανόνας του ηθικού βίου είναι η φυσική ηθική, η ανηθικότητα της φύσης που πολεμά να χαλιναγωγήσει το μεταφυσικό ένστικτο της ψυχής, που αποτελεί τον πολιτισμό. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η επιστήμη η απώτερη αιτία του πολέμου. Στον πόλεμο συγκρούονται γνώσεις και ιδέες. Η ηθική κρίση παρουσιάζεται σαν διαμάχη ανάμεσα σε δύο κοσμοθεωρίες, τη χριστιανική και την αντιθρησκευτική, γράφει στη σχετική πραγματεία. Η επίδραση αυτή ωστόσο, από την πνευματική ζωή δεν είναι αποκλειστική συνάρτηση της επιστήμης, γιατί όλα τα φαινόμενα της ζωής υπάγονται σε τρεις μεθόδους έρευνας, τρεις αλλοτροπίες της πνευματικής ζωής. Άμα τοποθετηθεί η κατάσταση μέσα στα ιστορικά πλαίσια, σχετίζεται με τα προβλήματα της ανθρώπινης διανόησης, το θεό, τον άνθρωπο, τη φύση, που αντιστοιχούν στα ιδανικά αγαθό, καλό, αληθινό. Είναι τρεις μέθοδοι που ανακυκλώνονται. Η ανακύκλωση αποτελεί φυσικό νόμο. Και οι μέθοδοι είναι η θεοκρατική, η ανθρωποκρατική και η φυσιοκρατική. Μέσα στην κατάσταση έβλεπε την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος με πίστη στον άνθρωπο (ανθρωποκρατία), που θα ευνοήσει ο πλούτος των φυσικών επιστημών. Ο φυσιοδίφης θα δει την ομορφιά του κόσμου και η φυσιοδιφική έρευνα, έξω από τη ρεαλιστική ωμότητα και την πλουτοκρατική ασκήμια, θα κοιτάξει τη θεωρία της ύλης και της ψυχής και στο εργαστήριο θα μελετούν τα πνευματικά φαινόμενα. Ο μυστικισμός της μετα-μόρφωσης της ύλης και της ενέργειας θα δώσει το ρυθμό στην τέχνη, που θα ξαναφτιάξει τους βωμούς του καλού. Η ανακύκληση θα λειτουργήσει και η ανθρώπινη σκέψη θα αφιερώνεται σ΄ ένα από τα τρία ιδανικά, ώσπου ο θεός να ευδοκήσει να παραγάγει από τη φύση τον άνθρωπο του μεταφυσικού κόσμου, και όλος ο ανθρώπινος κόσμος να γίνει όμορφος, αγγελικά πλασμένος. Επι-δεικνύοντας σπάνια ευελιξία πνεύματος ο Μιχ. Στεφανί-δης διερεύνησε το φαινόμε-νο της αδράνειας από φιλοσοφική σκοπιά στο έργο του “Inertie polymorphe” (“Πολύμορφη αδράνεια”, 2η εκδ. 1929).

Ο Στεφανίδης διατυπώνει ότι η καθολική αδράνεια (την οποία ορίζει ως ορμή της φύσης) υπάρχει και εξουσιάζει όχι μόνο στη κίνηση της μηχανικής αλλά και σε όλα τα φαινόμενα του φυσικού, πνευματικού- ηθικού και ιστορικού κόσμου. Κατά τη θεωρία του Στεφανίδη η καθολική αυτή αδράνεια είναι η ορμή τη φύσης και αποσκοπεί στη διατήρησή και στην κίνηση της φύσης προς μια ευθεία κατεύθυνση προκειμένου να εκπληρώσει τους σκοπούς της. Η φύση έχει βέβαια τη τάση να διατηρηθεί σε ευθεία πορεία με καθορισμένους σκοπούς, που ορίζονται απ’ την κληρονομικότητα, τις έξεις, την πίστη, τις προλήψεις, το χαρακτήρα, όλα αλλοτροπικές μορφές της αδράνειας (αδράνεια χημική, φυσική, βιολογική κ.λ.π.) που εκφράζονται με νόμους. Είναι η συντήρηση. Την αδράνεια τη χαλά η Δύναμη, που ξεκινά απ’ το λογικό, είναι η πρόοδος, που αλλάζει την κατάσταση. Όλα γυρίζουν τα ίδια και αλλάζουν οι ίδιες καταστάσεις, όπως ήθελε να δείξει μέσα στην ιστορία. Την ανθρωποκρατία της αρχαιότητας τη διαδέχτηκε ο Μεσαίωνας με τη θεοκρατία. Ο Μιχ. Στεφανίδης με τη θεωρία της αδράνειας ερμηνεύει τους φυσικούς νόμους ως επαναλήψεις των ίδιων φαινομένων και εντάσσει στην καθολική αδράνεια τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της εξέλιξης, τις έξεις και τα ένστικτα, τις κλίσεις και τα πάθη, τις προλήψεις κ.λ.π. Μερικές από τις παραπάνω σκέψεις μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι των νεωτέρων επιστημονικών ιδεών, όπως η ταυτότητα χώρου και χρόνου, η σχετικότητα της υπόστασης των πραγμάτων κ.λ.π., ιδέες τις οποίες είχε εκφράσει ο Στεφανίδης πολύ πριν ακόμη παρόμοιες αντιλήψεις προκύψουν από τις σύγχρονες επιστημο-νικές ιδέες.

Ο Στεφανίδης περιμένει την αναβίωση του αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Η ποιότητα της προσπάθειας του που είχε το χαρακτήρα έντονο του Ελληνικού τον βοήθησε να δημιουργήσει ένα οικοδόμημα γερό μέσα στην επιστημονική κοινότητα, που αναγνωρίστηκε και έγινε ανεκτό στη χώρα μας, μα μ’ ενθουσιασμό και έπαινο στους επιστημονικούς κύκλους του εξωτερικού. Κατάφερε να νικήσει τις προλήψεις και προκαταλήψεις, να ξεπεράσει τις δυσκολίες που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ωστόσο το έργο του στάθηκε προσωπικό δημιούργημα, που έζησε μαζί του. Η έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών καταργήθηκε με την αποχώρησή του απ’ το Πανεπιστήμιο.

Το 1941 στα Πρακτικά της Ακαδημίας διατυπώνει στο δημοσίευμά του “Αριστοτέλης-Αρχιμήδης-Γαλιλαίος” την άποψη ότι οι φυσικές θεωρίες “υπέστησαν παρερμηνείας πολλαχού απροσδοκήτους, ανατρεπτικάς της βασικής των εννοίας” και γι΄αυτό “αποκαθιστών την ορθήν έννοιαν των σχετικών κειμένων του Αριστοτέλους ηθέλησα να αποδώσω δικαιοσύνην εις τον μέγαν φιλόσοφον”.

Τον μελετά ακόμα και ως ποιητή και υποστηρίζει ότι τα ποιήματά του έγραψε κατά την παραμονή του στη Μυτιλήνη. Ο Στεφανίδης έχει γνώμη και για τον περίφημο Αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας και τον ερμηνεύει ως εξής:

“Τραγωδία είναι η πράξις (κατά μίμησιν) ήτοι κίνησις τουτέστιν σειρά παθημάτων ήτοι μεταβολών (ελεεινών και φοβερών δρώντων προσώπων), ήτις εξελικτική κίνησις τουτέστιν πληροί τον τελικόν της σκοπόν (γίνεται πράξις τελεία) δια της καθάρσεως τουτέστιν δια της εξαγνίσεως των εναγών”.

Ο Στεφανίδης ερμηνεύει τον Αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος πάνω από όλα είναι ένας θετικιστής και οι ηθικές του πραγματείες διέπονται από ένα θετικιστικό πνεύμα, που ο μελετητής του πρέπει να έχει υπόψη του για να ευστοχήσει στις ερμηνείες που θα δώσει. Συνδυάζοντας τον Αριστοτελικό ορισμό της πόλης, (πάσα πόλις φύσις εστίν, η δε φύσις τέλος εστίν”) με της τραγωδίας (“έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας”), βλέπει να διέπει και τους δύο η βασική αριστοτελική αρχή της “εντελέχειας” (της δύναμης που μορφοποιεί την ύλη έχοντας μέσα της το τέλος της, τον σκοπό της). Έτσι καταλήγει στην παραπάνω ερμηνεία του ορισμού της τραγωδίας.

Σε πολλές άλλες περιπτώσεις ερμηνεύει όρους και λέξεις αρχαίων κειμένων του Πλουτάρχου, του Πολυδεύκη, του Ησύχιου, του Θεό-φραστου και πολλών άλλων συγγραφέων. Τις ερμηνείες και διορθώσεις του περιλαμβάνει στον “Πίνακα των εμών ερμηνειών και διορθώσεων εις αρχαίους συγγραφείς”(1943). Τη λέξη χημεία επιμένει πάντα να γράφει ως Χυμεία, γιατί την παράγει από τον ελληνικό “χυμό”, ετυμολογία εύλογη, αλλά που δεν έγινε δεκτή τελικά.

Το 1941 και 1944 εκδίδει δύο φυλλάδια με τίτλο “Ορολογικά δημώδη”, όπου καταγράφει ονομασίες φυτών και γενικά φυσιο-γνωστικών ειδών. Ο Στεφανίδης σε όλη του την επιστημονική πορεία συνδέει την αρχαιότητα με τη σύγχρονη λαϊκή εμπειρία και ονοματολογία.

Το 1952 δημοσιεύει στα Πρακτικά της Ακαδημίας γλωσσικό νόμο για τη Λεσβιακή διάλεκτο, με τον οποίο εξηγεί το φαινόμενο της εμφάνισης τονισμένου Ε και εκεί που κανονικά έπρεπε να υπάρχει ί. Π.χ. πέραξα, ψέριασα, αντί των κανονικών πείραξα, ψείριασα (πρόκειται για “αντιστροφή της κώφωσης”, της συστολής δηλαδή του άτονου ε σε ί). Γράφει ο ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης αναφερόμενος στον Μιχαήλ Στεφανίδη: “Η αξία των ανθρώπων της παιδείας και της επιστήμης αποτιμάται, βέβαια, με το έργο που κάνουν και που αφήνουν φεύγοντας. Αποτιμάται όμως και με κάτι άλλο: με την ανάμνηση που αφήνουν οι άνθρωποι, με την λάμψη και με την παράδοση που δημιουργούν. Και ο Μιχαήλ Στεφανίδης δημιούργησε και λάμψη και παράδοση”. Ο Στεφανίδης είχε υποσχεθεί να αναλάβει την γενική εποπτεία και να προλογίσει την “ Παγκόσμια Ιστορία των Επιστημών ”. Ο Θάνατός του ματαίωσε την εκπλήρωση της υπόσχεσής του. Η τελευταία συγγραφή του Μιχαήλ Στεφανίδη είναι ο επιστημονικός κατάλογος των έργων του που συντάχθηκε όταν ακόμη εκείνος ζούσε και δημοσιεύτηκε μεταθανάτια με την άδεια των κληρονόμων του με τον τίτλο “Το έργο μου και η κριτική ” (1959).Το σύγγραμμα αυτό μας δίνει μια πολύτιμη άποψη του όλου έργου του και αποτελεί σημαντική πηγή για την γνωριμία της Στεφανίδειας σκέψης. Πολλές μελέτες του επανεκδίδονται σήμερα και νέα στοιχεία προκύπτουν από τη μελέτη του προσωπικού του αρχείου που χάρις στις ενέργειες του Γιάννη Καρά δωρήθηκε από την εξ υιοθεσίας κόρη του και τον εγγονό του στο Κέντρο Νεοελληνικών ερευνών.

Βέβαια με την δημοσίευση και τον σχολιασμό της Αυτοβιογραφίας αλλά και της Αλληλογραφίας του Μιχ. Στεφανίδη θα αναδειχθούν καλύτερα τα πράγματα τόσο όσον αφορά την εξέλιξη της επιστημονικής ανέλιξής του, όσο και η συμβολή του στον τομέα των Φυσικών επιστημών . Επίσης πρέπει να επισημαίνουμε ότι τα έργα του όπως η “Φυσική Γεωγραφία της νήσου Λέσβου”, “Πετρογραφία της Λέσβου”, “Γεωλογική Ιστορία της Λέσβου”, “Οι σεισμοί της Λέσβου”, “Το κλίμα της Λέσβου ”, και άλλα παραμένουν ακόμα ανέκδοτα.

Αξίζει να αναφέρουμε επίσης, ότι το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών οργάνωσε το 1997 Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο αφιερωμένο στον ακαδημαϊκό και καθηγητή Μ. Στεφανίδη με θέμα τις επιστήμες στον ελληνικό χώρο.

 

 

  1. ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

 

α. “Επί τη εκατονταετηρίδι του Μ. Βerthelot. Διάλεξης γενομένη εν τη αίθουσα του συλλόγου “Παρνασσού”. Υπό Μιχαήλ Κ. Στεφανίδου καθηγητού της ιστορίας των φυσικών επιστημών εν τω Πανεπιστήμιο Αθηνών”, εν Αθήναις 1929, σελ 15.

Αναμφίβολα κανείς άλλος του μεγάλου χημικού θα μπορούσε να χαρακτηρίσει καλύτερα και ωραιότερα την ξεχωριστή μορφωτική δύναμη των φυσικών επιστημών. Και αυτό φαίνεται στη διάλεξη που έδωσε ο Μιχαήλ Στεφανίδης στην αίθουσα του συλλόγου Παρνασσού στις 27-10-27 επί την εκατονταετηρίδι του Berthelot.Στη διάλεξή του αυτή εξαίρεται η επιστημονική προσφορά του Berthelot, ως καθηγητή, Γενικού Γραμματέα της Ακαδημίας επιστημών, ως επιστήμονα, παιδαγωγού και φιλοσόφου και κατ’ εξοχήν, ως χημικού.

Τονίζει με ιδιαίτερη σημασία ο Μ. Στεφανίδης τις διακηρύξεις του Berthelot: “Ο θετικισμός των Φυσικών Επιστημών αναπτύσσει εις τον άνθρωπο την πεποίθηση στον εαυτό του. Η επιστήμη γνωρίζει εις τους μεμυημένους ότι η ευτυχία και ο αγαθός βίος δεν επιτυγχάνονται δια λόγων κενών, ουδέ με την αφηρημένην θεωρίαν και τον μυστικισμόν, αλλά δια της όσον το δυνατόν ακριβούς γνώσεως των πραγμάτων, και δια της υποταγής των πράξεων μας εις τους φυσικούς νόμους, δια της επιβολής άρα της ανθρώπινης δυνάμεως επί της φύσεως. Η επιστήμη, γνωρίζουσα εις ημάς τον κόσμον, διδάσκει συγχρόνως τον απόλυτον σεβασμόν προς την αλήθειαν, διότι μας αποκαλύπτει ότι είναι κινδυνώδες και ασύνετον ν΄αποπειρώμεθα την εξαπάτησιν των φυσικών νόμων και την εκβίασιν της ενέργειας των”.

Τονίζει επίσης, την άποψη του Berthelot ότι “κάθε επιστήμη πρέπει να τεθεί εις το ιστορικόν της πλαίσιον”.

Ολοκληρώνοντας ο Μιχαήλ Στεφανίδης τη διάλεξή του δηλώνει ότι το έργο του Berthelot είναι ένα από τα πιο ωραία παραδείγματα των οποίων τη μνήμη οφείλει να ανανεώνει το θείο στόμα της Ιστορίας προς το συμφέρον της Επιστήμης και του πολιτισμού. Και καταλήγει: “Τους μεγάλους ανθρώπους στέλλει η θεία πρόνοια να φωτίζουν και να θερμαίνουν και να εμπνέουν και να δίδουν χαρά και να χαρίζουν ευδαιμονία εδώ κάτω εις τους δυστυχείς βροτούς…”.

β. “Εισαγωγή εις την ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών”, Εν Αθήναι 1938, σελ. 307.

“Εάν η Επιστήμη οφείλει να ενδιαφέρεται δια την ιστορίαν των πράξέων της, η ίδια φυσικά πρέπει να φροντίζει και δια την μόρφωσιν των ιστορικών της”.

Με τα λόγια αυτά που αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του “Εισαγωγή στην Ιστορία των Φυσικών Επιστημών” ο καθηγητής και συμπατριώτης μας κ. Μιχαήλ Στεφανίδης πείθει τον αναγνώστη για τη χρησιμότητα της ιστορίας στην επιστημονι- κή έρευνα.

Η αφορμή για την ενασχόλησή του, με την ιστορία των επιστημών, του δόθηκε από την ανάγνωση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Πίστεψε αληθινά ότι η ιστορία των αρχαίων γνώσεων θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν εισαγωγή στη διδασκαλία της σύγχρονης επιστήμης. Πρώτος καθιέρωσε μια ιστορική μέθοδο διδασκαλίας των φυσικών μαθηματικών και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε την πλήρη κατανόηση των θεμάτων από τους μαθητές του. Παράλληλα, ιδρύθηκε γι’ αυτόν και την επιστήμη του στη Φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών η έδρα της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών που αποτέλεσε παγκόσμια πρωτοπορία και καινοτομία. Το έργο ήταν πανεπιστημιακό εγχειρίδιο για το μάθημα της Ιστορίας των Επιστημών : “με κέντρο την Ελληνικήν Επιστήμην, αναμορφωτήν της Ανατολικής σοφίας και πρόδρομον της όλης επιστήμης των μεταγενεστέρων χρόνων”. (Μ. Στεφανίδης, Εισαγωγή στην Ιστορία των Φυσικών Επιστημών, Αθήνα 1938). Το ανώτερο βιβλίο του Μιχαήλ Στεφανίδη, μετά την εισαγωγή με τίτλο “Γενικαί Αρχαί”, χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος το οποίο αναφέρεται στην εμπειρία περιλαμβάνει (3) ενότητες : Α.Την προϊστορική φυσιογνωμία (Παλαιολιθική περίοδος-Αρχαιολιθική περίοδος-Νεολιθική περίοδος- Η γλώσσα), Β.Λαϊκή Φυσιογνωμία (Η φυσιογνωμία του Ομήρου- Εμπειρία του Νεοελληνικού λαού- Εμπειρική αιτιογνωσία), Γ. Την Πρωτοεπιστήμη, όπως ονομάζεται η επιστήμη των ανατολικών λαών. Στις 248 σελίδες που απαρτίζουν το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην επιστήμη: Α. κατά την αρχαία ελληνική περίοδο (Προσωκρατική φιλοσοφία- Ιωνική σχολή- Θεωρία της γνώσεως κ.α.), Β. κατά την Αλεξανδρινή περίοδο (Μαθηματικά-Αστρονομία κ.α.), Γ. κατά τον Μεσαίωνα (Η επιστήμη των βυζαντινών- Μηχανική κ.α.) Δ. κατά τους νεότερους χρόνους και κυρίως την αναγέννηση. Το βιβλίο κλείνει με τις “Προσθήκες και Διορθώσεις”.

Στο εγχειρίδιο αυτό, σε σύνολο 293 σελίδων, η προϊστορική φυσιογνωμία, η λαϊκή φυσιογνωμία (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η μαγεία ως προεπιστήμη), η πρωτοεπιστήμη (όπως ονομάζεται η επιστήμη των ανατολικών λαών), η αρχαία ελληνική επιστήμη, η αλεξανδρινή περίοδος και ο μεσαίωνας καταλαμβάνουν 240 περίπου σελίδες, ενώ οι νεότεροι χρόνοι (16ος-19ος και αρχές 20ου αιώνα) εξαντλούνται σε 43 σελίδες.

Προκειμένου μάλιστα οι μεθοδολογικές και επιστημονολογικές αρχές που αφορούσαν στις φυσικές επιστήμες να γενικευτούν προς κάθε κλάδο του επιστητού (μη εξαιρουμένης της φιλοσοφίας, αλλά και της βιομηχανίας, καθώς και της ποίησης και των τεχνών), δεν διστάζει , κλείνοντας το διδακτικό του εγχειρίδιο ο Μιχ. Στεφανίδης, να υποστηρίξει ότι μπορούμε “να υπαγάγωμεν όλους τους επιστημονικούς κλάδους εις τας φυσικάς επιστήμας”, σύμφωνα με το σχήμα που ακολουθεί.

ΦΥΣΙΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΑΙ

Α΄ Γνώσις

( Καθαρά Επιστήμη )

1.Φυσική Ιστορία ή Φυσιογραφία ( Πραγματογνωσία ):

Αστρονομία.

Ορυκτολογία - Γεωλογία – Γεωγραφία.

Φυτολογία.

Ζωολογία – Ανθρωπολογία.

Ψυχολογία - Ηθικαί Επιστήμαι – Φιλολογία.

Λογική – Μαθηματικά.

2.Γενική Φυσική ( Φαινομενολογία, Αιτιογνωσία ) :

Φυσική.

Χημεία.

Φυσικοχημεία.

Φυσιολογία – Βιολογία (Βιοφυσική, Βιοχημεία ) –Ιατρική.

Φιλοσοφία ή Μεταφυσική ( των άπω αιτίων ) – Θεολογία.

Β΄ Πράξις

( Εφηρμοσμένη επιστήμη )

1. Τέχναι : 

  Μηχανική.

  Βιομηχανία.

  Γεωπονία.

  Ζωοτεχνία.

  Εμπορία.

2. Καλλιτεχνίαι :

  Μουσική

  Λογοτεχνία – Ποίησις.

  Ζωγραφική.

  Γλυπτική.

 

      Το έργο αυτό του Μ. Στεφανίδη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια τεράστια πνευματική προσφορά στην επιστήμη και την γνώση, ένα βιβλίο πρωτοποριακό για την εποχή του που άνοιξε νέους πνευματικούς ορίζοντες και λάμπρυνε το ελληνικό πνεύμα. Αποτελεί την πιο πρωτότυπη και μεστή συνεισφορά σχετικά με την συμβολή των Ελλήνων στη διαμόρφωση της Επιστήμης, του κορυφαίου επιτεύγματος της ανθρωπότητας.

 

 

3. Μ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ : Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

 

Ο Μιχαήλ Στεφανίδης υπήρξε μεγάλος στοχαστής. Όλα τα σοβαρά θέματα που απασχολούν το σκεπτόμενο άνθρωπο τον απασχολούσαν και σε όλα έδινε τη δική του άποψη. Από το πλήθος των στοχασμών του, που βρίσκονται εγκατεσπαρμένοι στις μελέτες του (200 και άνω), στα άρθρα και τα βιβλία του, σταχυολογούμε ένα μικρό αριθμό, που δίνει το μέγεθος του πνευματικού αναστήματος και τη βαθύτητα της σκέψης του :

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

1. ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Ο Μιχαήλ Στεφανίδης ανεξάρτητα από την ειδικευμένη επιστημονική του σοφία υπήρξε και ποιητής. Ίσως μάλιστα να ήταν ποιητής αυθεντικός, πλήρης από την μαγεία του οράματος, ακριβώς γιατί ήταν Φυσικός. Στο βάθος κάθε γεννημένου ερευνητή των θετικών επιστημών υπάρχει ένας ποιητής που γρηγορεί.

Η συγγραφική και ποιητική προσφορά του Μιχαήλ Στεφανίδη στα Γράμματα και τις Τέχνες είναι πλούσια, πρωτοποριακή για την εποχή του και μπορεί να χαρακτηριστεί τεράστια. Ακούραστος ερευνητής των σχέσεων της Επιστήμης με την Τέχνη, εκδίδει και κυκλοφορεί πολλά βιβλία επιστημονικού περιεχομένου σε σχέση πάντα με την Τέχνη όπως: “Συμβολαί εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών” (1914), “Ιστορία και ποίησις”, “Αδράνεια και Ποίησις και Μεταφορά και Τέχνη”, “Επιστήμη και Μεταφορά”, “Αρχή και χρησιμότης της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών”(1920), κ.λ.π.

Πολλοί, πάρα πολλοί Λέσβιοι και ξένοι πνευματικοί άνθρωποι, κατά καιρούς, στόλισαν με την ποιητική τους γραφίδα τη Λέσβο. Ο Μιχαήλ Στεφανίδης υπήρξε ένας τέτοιος ποιητής, εραστής της Λέσβου. Την αγάπησε και τη λάτρεψε δίνοντας το πιο μεγάλο κομμάτι της πνευματικής του δουλείας σ’αυτήν.

Με το ψευδώνυμο Φίλων Οφερέτης δημοσιεύει κατά καιρούς, πάμπολλα ποιήματα του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, όπως στην “Αμάλθεια” Σμύρνης, “Χαραυγή” Μυτιλήνης, “Εστία” Αθηνών, “Νέα Ημέρα” της Τεργέστης (1906-1931) κ.λ.π.

Δεν είναι υπερβολική έκφραση λόγου το να αναφέρουμε τον Μιχαήλ Στεφανίδη σαν ποιητή της Λέσβου. Όλα σχεδόν τα ποιήματα του αναφέρονται στη Λέσβο και ιδιαίτερα και ξεχωριστά για κάθε πόλη και χωρίο της, (Μυτιλήνη, Μανταμάδο, Καλλονή, Γέρα, Αγιάσο, Μήθυμνα κ.λ.π.). Με μια πλούσια σε συναισθήματα, λεπτότητα, χάρη και ομορφιά δίνει τους ποιητικούς του ύμνους στο νησί που τόσο αγάπησε και λάτρεψε, σαν ένας παθιασμένος εραστής σε πανέμορφη κόρη, προβάλλοντας με περίσσια χάρη τις ομορφάδες του Λεσβιακού φυσικού κάλους.

Το 1932 ο Μιχαήλ Στεφανίδης εκδίδει την ποιητική του συλλογή “Λογοτεχνήματα” αφιερωμένη στη Λέσβο. Ούτε ήταν δυνατόν να τον αφήσει ασυγκίνητο η Λευτεριά της Λέσβου, στις 8 Νοέμβρη του 1912 και δημοσιεύει στην “Εστία” Αθηνών στίχους με τίτλο “ΜΕΓΑΛΗ”. Το λογοτεχνικό του έργο ο Στεφανίδης το συγκέντρωσε σε δύο τόμους μικρούς, μετά “…από αυστηρή επιλογή…” κατά τον Πρωτοπάτση, ο οποίος προανήγγειλε την έκδοση τους το 1930. Πράγματι ο πρώτος κυκλοφόρησε το 1932 με τίτλο “Λογοτεχνήματα”. Ήταν έκδοση του: Ι. Ν. Σιδέρη και είχε σχήμα 21,5*15 και σύνολο σελίδες ιά+101+3 λευκές. Περιείχε χωρισμένα σε τέσσερα, άτιτλα μέρη (Ι-ΙV)-4 διηγήματα,7 πεζοτράγουδα, 21ποιήματα εκ των οποίων 19 υμνητικά του νησιού γενικώς ή περιοχών του και ακόμα 22 ποικίλης θεματολογίας. Ο ίδιος στον πρόλογο (“Αντί προλόγου”, ο τίτλος) προσδιορίζει ότι: “…Ο παρόν τόμος περιλαμβάνει μιαν σειράν από λογοτεχνήματα μου (διηγήματα, εικόνας, ποιήματα).Τα περισσότερα τα έχω δημοσιεύσει κατά καιρούς εις εφημερίδας και περιοδικά, τα ποιήματα με το ψευδώνυμο Φίλων Οφερέτης . Η παρένθεσις εις το τέλος κάθε λογοτεχνήματος σημειώνει που τούτο κατά πρώτον εδημοσιεύθει, ή (δια τ’ ανέκδοτα) πότε έχει γραφτεί. Πρέπει ίσως να σημειώσω ακριβώς, αλλά κατά περιόδους σύμφωνα με το νόημα. Αλλά και τα πεζογραφήματα μου έχουν τον ρυθμόν των…”.

Πριν από αυτά, τα επεξηγηματικά για τα περιεχομένα, σ’ ένα σύντομο πλην περιεκτικό δοκίμιο καταθέτει τις απόψεις του “Περί τέχνης και της σχέσεως με της με την επιστήμη”, τονίζοντας ότι: “…Η απόλαυσις του αληθινού χωρίς την αντικειμενικήν του ενόχλησιν και χωρίς την υποκειμενικήν του φθορά–αυτό είναι, στοχάζομαι, το μυστικόν της Τέχνης και ο μεγάλος της προορισμός…” και ότι: “…Η Τέχνη ζητεί συνάμα αυτό που η Φιλοσοφία και η Επιστήμη προσπαθεί να επιτύχει με την επαγωγικήν σύνθεσιν, δηλαδή με την ανακάλυψιν φυσικών καθολικών αρχών και νόμων ασαλεύτων, οίτινες να θέτουν ένα πέρας εις την ενοχλητική απειρίαν φαινομένων και πραγμάτων, ένα τέλος εις την αδίακοπην φυσικήν εξέλιξην, τον σταθμόν του τελείου , και άρα του αληθινού…”-καταλήγοντας: “…Δεν είναι λοιπόν αληθές το κοινώς λεγόμενον, ότι Ποίησις , Τέχνη εν γένει και επιστημοσύνη είναι δύο αντίδρομοι διανοήσεις. Τουναντίον! Το ένστικτον της επιστημονικής ζητήσεως και η σύμφυτος αίσθησης του καλού ταυτίζονται. Διότι είναι προπαντός αληθινόν το τέλειον, το ωραίον, και είναι το πνεύμα του Κόσμου η αρμονία…”

Ο δεύτερος τόμος, τυπώθηκε το 1941, στα τυπογραφεία της Γετρούδης Στ. Χρήστου, με τον ίδιο τίτλο “Λογοτεχνήματα” (σχ. 23x 16-σσ 8 χωρίς αρίθμηση +72 +2 περιεχόμενα και διορθώσεις). Περιείχε: “Μυθολογικές εικόνες” (τα 8 πεζοτράγουδα που είχαν μπει και στον πρώτο τόμο), “Στη Λέσβο” (4 υμνητικά ποιήματα), “Σκόρπια τραγούδια” (11 ποιήματα) και -4- “Διηγήματα”. Τα “λογοτεχνήματα” αυτά – και των δύο τόμων – που, χρονολογικώς, καλύπτουν τέσσερις περίπου δεκαετίες (1905 – 1941),και έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα της Σμύρνης (“Αμάλθεια”), της Μυτιλήνης (“Χαραυγή”, “Λέσβος”) και της Αθήνας (“Παναθήναια”, “Πινακοθήκη”, “Εθνική Φωνή”, “Εστία”, “Νέα Εστία”, “Ελεύθερον Βήμα”), δεν είναι ούτε τα πρώτα, ούτε τα τελευταία.

Μαθητής του γυμνασίου ήταν όταν μαζί μ’ ένα συμμαθητή του βγάλανε μια χειρόγραφη εφημερίδα. Οι συγγραφικές του δραστηριότητες συνεχίστηκαν και κατά τα φοιτητικά του χρόνια δημοσιεύοντας χρονογραφήματα, χρονικά, άρθρα φιλοσοφικά, ποιήματα και αφηγήματα.

Εκείνο το οποίο, κυρίως, εντυπωσιάζει στον ποιητή Στεφανίδη - και στον πεζογράφο -είναι το εκφραστικό μέσον του, η γλώσσα. Όλα τα διασωθέντα ποιήματα και πεζά του –το 1901 το παλαιότερο γνωστό – είναι γραμμένα σε καθαρή και χυμώδη δημοτική, χωρίς υπερβολές και εκζητήσεις αλλά και χωρίς εισδοχή ανάμεσα, λογίων λέξεων. Σε μια εποχή που η λογοτεχνία μας ήταν ακόμα δέσμια της καθαρεύουσας, ο Στεφανίδης προχωρούσε με άλματα, κοντά και μαζί με τους πρωτοπόρους δημοτικιστές. Γιατί ήξερε τη γλώσσα των απλών ανθρώπων και έχοντας επίσης και το πηγαίο λυρικό ταλέντο καθώς και τη βαθιά επιστημονική γνώση της επιλογής, μπόρεσε να εκφραστεί, άψογα σχεδόν - ως λογοτέχνης.

Μαζί με τη γλώσσα των ποιημάτων του, στο ίδιο καλό επίπεδο είναι και η τεχνική του. Ο παραδοσιακός στίχος του έχει ρυθμό, μουσικότητα, γυρίσματα. Και η ομοιοκαταληξία ανεκτή – χωρίς κενά ή σπασίματα:

 

Μέσα στις πράσινες ελιές,

μεσ’ τα μπουκέτα τα πελώρια

απ’ ανθισμένες μυγδαλιές

κάθε λευκό σπιτάκι χώρια

προβάλλει μέσα στα κλαδιά.

 

Χύνει ποτάμι ο ουρανός

τον ήλιο, και λαφρά αναβαίνει

ως τον αιθέρα ο αχνός,

σαν να ξεσπά φωτιά κρυμμένη

από των λόφων τη καρδιά.

Αλύπητη σκορπά η ζωή…

Κι ο ήλιος ολοένα γέρνει,

Και σβα των λόφων η πνοή

Μες στις σκιες, που αγάλια φέρνει,

Η μυρωμένη η βραδιά.

Το ποίημα τούτο με τίτλο “Στα προάστεια της Μυτιλήνης” είναι ένα δείγμα ικανοποιητικό για όσα προαναφέρθηκαν και ακόμη ένα δείγμα της Λεσβολατρείας του. Η ευαισθησία του για το νησί του ξεπηδά από τους στίχους του αδιάκοπα:

-Θα σου φορέσω σήμερα

τα πιο τρανά στολίδια,

τον πιο γαλάζιο πέπλο σου,

Χιτώνα πιο χρυσό.

Το σμαραγδένιο στέμμα σου

ρουβίνια θα στολίσω,

διαμάντια θα σκορπίσω

σε ασήμι περισσό.

…..

Έτσι ο Ήλιος ο ξανθός

στη νύμφη Μυτιλήνη

Φιλώντας την μιλά,

και με περήφανη ματιά

στον Ήλιο λέγει εκείνη:

-Μου πρέπουν πιο πολλά!

(“Αμάλθεια” 1908)

Έτσι τραγουδά τη “Μυτιλήνη”. Και θα τραγουδήσει ακόμα: την “Αρίσβη”, την “Άντισσα”, την “Πύρρα”, τον “Μανταμάδο”, την “Σκαμνιά”, τον “Κόλπο της Γέρας”, την “Καλλονή”, την “Αγιάσο”, το “Πυργί”, την “Βρισά”, την “Θερμή” και άλλες περιοχές ή τοποθεσίες του νησιού.

Ό,τι χαράχτηκε έντονα στη μνήμη του από τα παιδικά του χρόνια και αποθανατίστηκε σ΄ένα ποίημα με το τίτλο “Μανδαμάδος” ήταν η μικρή πλατεία του χωριού με τη φτελιά και την παραδοσιακή βρύση, όπου μαζεύονταν τα γεροντάκια με τα ροζιασμένα χέρια και τις αναμνήσεις από τα πέτρινα χρόνια για να εξιστορήσουν τα πάθια τους:

Μανδαμάδος

(Κατ΄Αύγουστον)

Χρυσή βραδιά καλοκαιριού!

Εις τη μικρή πλατεία του χωριού

Όπου της βρύσης τρέχει το νερό

στον ίσκιο, όπου ρίχνει η αφτελιά

τα γεροντάκια, που άφησε η δουλειά,

τον περασμένο κουβαλούν καιρό….

(“Χαραυγή” 1911)

Φυσικά η ποίηση του Στεφανίδη δεν εξαντλείται με τους ύμνους του στη Λέσβο. Ο ποιητής είναι και δέκτης των όσων συμβαίνουν γύρω: παθιάζεται με την απελευθέρωση των σκλαβωμένων περιοχών της Ελλάδας και δημοσιεύει στην “Εστία” Αθηνών τους παρακάτω στίχους με τίτλο “ΜΕΓΑΛΗ”:

Και μία η Ελληνική ψυχή

απ’ τα κορμιά πετιέται μία,

με την αρχέτυπη του ωραίου λαμπάδα.

Μυστήριο! Μην ακουσθεί

αμαρτωλή φωνή καμία!

Η δυνατή σαρκώνεται Ελλάδα!

 

Αλλά και οδύρεται για τον συνεχιζόμενο πόλεμο, με ένα σπαρακτικό αντιπολεμικό ξέσπασμα:

 

Ω, τι νυχτιά κι ατέλειωτη,

και το σκοτάδι πίσσα!

Αστράφτει;

Λάμπουν οι ματιές!

Ουρλιάσματα από λύσσα!

Τ’ ακούς;

Βαθειά στενάγματα

και βογγυτοί κομμένη,

σαν κάτι τώρα στ΄αλλονού

τα δόντια να πεθαίνει.

Απόψε ποιος τη κόλαση

Της νύχτας θα γλυτώσει;

Παραμονεύουν τα στοιχειά!

Αχ, δεν θα ξημερώσει!…

(“Ο Πόλεμος” 1914)

 

ούτε γίνεται να μην σκιρτά η καρδιά του από έρωτα:

 

Στο πρώτο γλυκοχάραμα

Θα κόψω ένα-ένα

Της Αυγής τα τριαντάφυλλα,

αγάπη μου, για σένα…..

(“Η Αυγούλα”1907)

και να μη βουρκώνουν τα μάτια του, όταν θυμάται τη μητέρα του:

 

και πα στου τάφου σου την ερημιά

σκορπώ τα λουλούδια τα μαραμένα,

και στρέφω πίσω μ’ αδειανή καρδιά.

(“Στη μητέρα”1901)

Η θεματολογία του αγγίζει ακόμα και κάποιες κοινωνικές καταστάσεις, κάποτε φιλοσοφεί, αλλά η παραγωγή του είναι περιορισμένη. Λίγα ήταν τα διηγήματά του, αφηγήματα ή εικόνες, όπως κάποια προσδιορίζει ο ίδιος. Πρόκειται για σύντομα σκίτσα, στα περισσότερα των οποίων καταγράφει ιστορίες με πρόσωπα παρμένα από μύθους ιστορικούς. Και εδώ κυρίαρχο στοιχείο είναι η γλώσσα, η άνετη αφήγηση. Ένα απ’ αυτά το “Αθανασία”, το συμπεριέλαβε ο Γιώργος Βαλέτας στον γ΄ τόμο/1949, σ. 579-583, της περίφημης “Ανθολογίας της δημοτικής πεζογραφίας”. Γεγονός όμως είναι, ότι ένα μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού έργου του Στεφανίδη παραμένει ανέκδοτο (περίπου εκατό ποιήματα και πενήντα διηγήματα μας λέει ο ίδιος), το οποίο αν εκδοθεί ίσως να αλλάξει τη γενική εικόνα.

Εν τέλει, το διασημότερο ποίημα του Στεφανίδη είναι το αφιερωμένο στον “Παπαδιαμάντη”. Δημοσιεύθηκε στο ιστορικό αφιέρωμα της “Χαραυγής” στον μεγάλο Σκιαθίτη, πρωτοσέλιδο, και πάντα μνημονεύεται στις σχετικές αναφορές:

Με του γιαλού το φλοίσβημα, με του βουνού το μύρο,

με ψίθυρο των καλαμιών στη λίμνη γύρω- γύρω,

με το γλυκό μεθύσι

από ευωδιά του λιβανιού, που καίει σ’ ερημοκλήσι,

με αγιορείτου ψάλσιμο, κοιμήθηκε αγάλι

ο ποιητής σε έρημο της Σκιάθου ακρογιάλι.

Και στο απαλό φτερούγισμα στη λάμψη τ’ ουρανού,

ένας περνά στη διάβα του αντίκτυπος του νου

απ’ του νησιού την άκρη.

και η Ελληνική ψυχή με πικραμένο δάκρυ:

-Τον ποιητή μου νιώθω! Ωιμέ, τον ποιητή μου χάνω!

Κλωνάρια δάφνης ρίψετε στον τάφο του απάνω!

(Χαραυγή ./8/1911)

Με την “Χαραυγή” θα συνεργαστεί ο Στεφανίδης ως το 1912, που έφυγε απ’ το νησί. Εκεί θα βρούμε τα ποιήματά του:   “Στον Ταξιάρχη”, “Στον Θεόφραστο”, “Ηλεκτρισμός”, “Άντισσα”, “Στον Παπαδιαμάντη”, “Η δύσις της Μήθυμνας”, “Λουλουδάκια”, “Η Μυτιλήνη”, “Καλλονή – Άντισσα”, “Η τριλογία των βουνών”, “Στο ναό του Δία” και “Όμηροι” - και ένα άρθρο του με τίτλο “Μεταλλουργικά μυστήρια και Λέσβος”.

Η παρουσία του είναι αρκετά πυκνή, σε σύγκριση και με τους άλλους συνεργάτες του περιοδικού και σε σχέση βέβαια με το γεγονός ότι υπήρξε ολιγογράφος, ως λογοτέχνης.

Για το νησί η συνεισφορά του είναι από τις σημαντικές ως λογοτέχνη και από τις καθοριστικές ως διαμορφωτή της πνευματικής του ζωής, με προεκτάσεις ευρύτερες. Ως πρωτοπόρος δημοτικιστής άνοιξε δρόμους για το σύνολο της νεοελληνικής λογοτεχνίας και κυρίως, με την παρέμβασή του ως δάσκαλος καθοδήγησε όλους αυτούς που εν συνεχεία δημιούργησαν τη “Λεσβιακή Άνοιξη”. “…Τον βρήκα – μας λέει ο Βενέζης – να τιμάται ως πρόδρομος και οδη-γητής…”.Και ήταν τέλειος. Ένας απ’ τους ελάχιστους που είχαν το “…προνόμιο να γίνονται θρύλοι…”.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ

“ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ”, ΑΘΗΝΑΙ 1932

α. “Ο Ορφεύς” του Μιχαήλ Στεφανίδη

Ο Μιχαήλ Στεφανίδης στο διήγημα του “Ο Ορφεύς” περιγράφει τον πόνο του Ορφέα για τον χαμό της αγαπημένης του Ευρυδίκης. Ένα διήγημα με ρυθμό δεκαπεντασύλλαβο, κάνει τον αναγνώστη να νιώθει συγκίνηση και πόνο για τη μοίρα του Ορφέα. Ο ήχος της λύρας κάνει ακόμα και τους πεθαμένους να συγκινηθούν και συμπαραστέκονται όλοι στον Ορφέα. Όμως ο Πλούτωνας ο άρχοντας του κάτω κόσμου είναι σκληρός και αμίλητος και τον διώχνει μακριά απ’ την αγαπημένη του για να κλαίει το χαμό της την υπόλοιπη ζωή του, συντροφιά με την λύρα. Η απώλεια είναι μεγάλη, ανέκκλητη, με συντριβή του ήρωα μπροστά στο ακατόρθωτο.

β. “Ο Παληός δρόμος” του Μιχαήλ Στεφανίδη (1956)

Ο συγγραφέας σ’ αυτό το διήγημα μας περιγράφει το μακρύ, ειδυλλιακό και ταυτόχρονα εξοντωτικό ταξίδι από τη Χώρα (Μυτιλήνη) ως το Μανταμάδο μέσα από τον “Παληό δρόμο”.Τη διαδρομή αυτή έκανε όταν ήταν μικρός για να πάει το καλοκαίρι στο πατρικό του σπίτι, πριν ακόμη κατασκευαστεί ο καινούργιος αμαξιτός δρόμος. Το διήγημα αρχίζει από τη μέρα πριν ξεκινήσουν για το μεγάλο ταξίδι με τα μουλάρια. Στο σπίτι κυριαρχεί ήδη μια αναστάτωση και μια αγωνία για την αυριανή ημέρα. Όλοι ανυπομονούσαν να συναντήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Πριν ακόμα βγει ο ήλιος όλοι ντύνονται γρήγορα και φορτώνουν τα ζώα. Η μητέρα δίνει τις τελευταίες οδηγίες και το ταξίδι ξεκινά. Μόνο τα δικά τους βήματα ακούγονται στο δρόμο. Τα φανάρια στην αγορά μόλις φέγγουν και καθώς περιπλανιούνται μέσα από σοκάκια βλέπουν ανθρώπους να κοιμούνται στο δρόμο. Λίγο πριν βγει ο ήλιος συναντούν κάποιους χωρικούς περιβολάρηδες να κατεβαίνουν στη χώρα. Τώρα περνάνε από την Παναγιούδα, μετά από τα Πάμφυλα, μετά από τους Πύργους Θερμής. Στη συνέχεια από την Κακοπετραδιά, από τα Μυστεγνά και από την Χαράδρα του Σουλού-ντερεσί. Ο ήλιος έχει μεσουρανήσει και κάθονται κάτω από ένα δέντρο για να φάνε μεσημεριανό αλλά και για να ξεκουραστούν, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν το ευχάριστο αυτό ταξίδι. wpe4.jpg (15796 bytes)Λίγο παραπέρα, και συγκεκριμένα στα Σκίδια κάνουν άλλη μια στάση για να φάνε σύκα από ένα χωράφι. Φτάνοντας στο Λινόχωμα βλέπουν καθαρά το χωριό τους και μπορούν να διακρίνουν τη σκεπή του σπιτιού τους. Μόλις μπαίνουν στο Μανταμάδο όλοι οι χωρικοί τους χαιρετούν με χαρά. Μετά από πολύωρη ταλαιπωρία ανεβαίνουν στο σπίτι τους. Ο συγγραφέας μαζί με άλλους ανεβαίνουν στο επάνω πάτωμα για να δουν τα καλά σερβίτσια, το εικονοστάσι και την κρεμασμένη χαλκογραφία με την αναπαράσταση μιας οικογένειας. Όταν κατεβαίνουν στην τραπεζαρία, το κλίμα είναι θερμό καθώς η οικογένεια είναι πάλι μαζί. Στο τέλος του διηγήματος, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι την επόμενη φορά θα έρθουνε στο χωριό από τον καινούργιο αμαξόδρομο με αυτοκίνητο και όχι από τον παλιό. Προσέχουμε επίσης, το τέλος όπου ο Στεφανίδης γράφει: “θα δούμε ένα καινούργιο χωριό με το παλιό του όνομα. Και όλα μας τα παλιά θα τα βρούμε καμωμένα παραμύθι. Και τα παραμύθια είναι πιο πονετικά…”.Τα στοιχεία που μας δίνει ο Μιχ. Στεφανίδης γράφοντας το 1956 είναι κιόλας γι΄αυτόν παρελθόν. Ο ίδιος είναι πια κοντά 90 ετών, ενώ ο χρόνος του διηγήματος είναι γύρω στο 1885. Ωστόσο, ανακαλεί στη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια. Για τον Μιχ. Στεφανίδη ο “Παληός δρόμος” είναι μια γλυκιά ανάμνηση, που ανακαλούσε με καθαρότητα ο νους και με συναισθηματισμό η καρδιά, ένα παραμύθι που αντιστεκόταν στην απονιά της πολιτισμένης ζωής που , με τα τεχνικά και τεχνολογικά μέσα, “τον καινούριο αμαξόδρομο” και το γρήγορο “αυτοκίνητο”, πλάνευε τον άνθρωπο και περιόριζε την κίνηση και τη δραστηριότητά του.

Το διήγημα είναι πολύ ωραίο και ενδιαφέρον γιατί όλα αυτά τα περιγράφει παραστατικά και λεπτομερώς, αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ζωντανεύει πολλές γλυκές αναμνήσεις από την εφηβική του ηλικία που έζησε στους δρόμους της χώρας και του χωριού του. Αρχίζει πριν ακόμη ξημερώσει και στη συνέχεια περιγράφει το ταξίδι, που όπως φαίνεται, είναι περίπου το ίδιο με αυτό σήμερα (:Απάνω Σκάλα, Παναγιούδα, Πάμφυλα, Λουτρά Θερμής, Κακοπετραδαριά, Μυστεγνά, Κυδώνα/Μπαλτζίκι, Σουλού-Ντερεσί, Σκίδια, Καράβα, Λινόχωμα). Επίσης, μας περιγράφει τα σπίτια, όπου λίγα από αυτά, μαζί και το δικό του έχουν κεραμίδια. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι κατάγεται από πλούσια οικογένεια. Δεν κρύβει όμως και την απογοήτευσή του και την δυσαρέσκεια του για την κατάσταση που φαίνεται ότι βρήκε σε κάποιο νεότερο ταξίδι του στο χωριό ή φαντάζεται από τις περιγραφές ότι θα βρει.

Το μικρό αυτό διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Λεσβιακό Ημερολόγιο του 1956 και από εκεί αναδημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του στην εφημερίδα Λέσβος που κυκλοφορούσε στην Αθήνα, σε δύο συνέχειες , την 25η Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου του 1958.

γ. “Ο Μάγος” του Μιχαήλ Στεφανίδη

Στο πεζογράφημά του “Ο Μάγος”, ο Μιχαήλ Στεφανίδης, με εικόνες, πρόσωπα, μύθους, παρομοιώσεις και μεταφορές, μας δείχνει τι σημαίνει λογοτέχνημα. Έτσι, αρχίζει τη διήγηση του μιλώντας για μια παρέα σ΄ένα καφενεδάκι, στην περιοχή “Παλιού του Μανταμάδου”, που κουβεντιάζει. Ξαφνικά, ένας χτύπος της πόρτας και μια ψαλμωδία σιγανή τους αναστατώνει. Τα μάτια όλων πέφτουν στον αναπάντεχο γέρο επισκέπτη που όλοι τον αποκαλούν “Μάγο”. Ο καφετζής τον παροτρύνει να διηγηθεί την ιστορία της Μανικάσας και του θεριού και αυτός, με μια λάμψη στα μάτια, αρχίζει τη αφήγηση. Μας μιλάει για την ανδρεία και την γενναιότητα του που δε δείλιασε να τα βάλει με το θεριό της λίμνης και να το σκοτώσει αψηφώντας τη Μανικάσα που ήταν η μάγισσα της ζωής. Ο Λάκκος της Μανικάσας, ένας καταρράκτης φοβερός τον χειμώνα. Αυτού μια φορά μια όμορφη μάγισσα παραπλανούσε τα παλικάρια των χωριών με τους έρωτές της.

Πρόκειται για ένα πεζοτράγουδο με απόηχους 15/σύλλαβου στίχου, ένα διήγημα παραμυθιακού χαρακτήρα, με πολύ έντονες εικόνες, στο οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται μαεστρικά το λόγο και φορτίζει τον αναγνώστη με πλήθος συναισθημάτων. Έχουμε αφήγηση μέσα στην αφήγηση ( αρχικά την αφήγηση για την παρέα στο καφενείο, έπειτα την αφήγηση του Μάγου για το θεριό της Μανικάσας και τέλος επιστροφή πάλι στο καφενείο, στην πραγματικότητα: “…Να το, εδώ τόχω το θεριό, στο πιάτο. Βάστα καλά το πηρούνι σου.”). “Το σκοτωμένο θεριό στο πιάτο” επαναφέρει τον Μάγο από τη μαγεία του παραμυθιού στην πραγματικότητα. Δεν έχουμε ολοκλήρωση του ήρωα. Παρόλη τη νίκη του, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το παραμυθιακό στοιχείο συμπλέκεται με το πραγματικό και η επιθυμία γίνεται ανέφικτη .

δ. “ Στον ναό του Φθα ” του Μιχαήλ Στεφανίδη

Σ’ αυτό το διήγημα ο συγγραφέας φανερώνει το πάθος του για τη φιλοσοφία. Παρουσιάζει το Δημόκριτο, κορυφαίο φιλόσοφο και επιστήμονα της αρχαιότητας, να γράφει στο Λεύκιππο. Του γράφει για την εμπειρία που απέκτησε πηγαίνοντας στο ναό του Φθα, ένα καταπληκτικό και μαγευτικό μέρος στην Αίγυπτο, γεμάτο λουλούδια και αρώματα. Εκεί, μυήθηκε ως προφήτης της τίμιας τέχνης με κάποια λαμπρή τελετή. Προφήτης της τίμιας τέχνης είναι, όπως γράφει, το να αλλάξει κάποιος την ουσία της ύλης. Έπειτα, αναρωτιέται γιατί τα σώματα που αγγίζουμε και βλέπουμε τα θεωρούμε πιο πραγματικά από τα φαντάσματα και γιατί τα όνειρα να μην έχουν τόσα δικαιώματα, όσα έχει κι η ζωή. Η τέχνη είναι σαν τη κίνηση του τροχού.

Στο διήγημα αυτό γίνεται φανερό το πάθος του Δημόκριτου για γνώση και διείσδυση στα μυστήρια του κόσμου. Ο Δημόκριτος μένει εκστατικός μπροστά στην καλλιτεχνία, ο φιλόσοφος απορεί μπροστά στα μυστήρια.

Στη συνέχεια αφηγείται ένα περιστατικό όπου ένας σοφός πήρε τη χάρη από τον Φθα να μάθει τα μυστήρια του ήλιου. Αλλά μόλις είδε τα μυστήρια αυτά, δεν μπόρεσε να τα κρατήσει κρυφά και ανέβηκε σ’ ένα βουνό και φώναξε ότι τα έμαθε. Όμως, ο θεός δεν τον συγχώρεσε γι’ αυτήν του την πράξη, προκάλεσε μεγάλη ταραχή κι ο σοφός χάθηκε.Τα μυστήρια δεν πρέπει λοιπόν να κοινοποιηθούν. Αυτό θα φέρει τη τιμωρία, όπως συνέβει με το σοφό που έμαθε τα μυστήρια του ήλιου (: πρόκειται για γενικότερη αντίληψη των αρχαίων σχετικά με τα μυστήρια).

Ο Δημόκριτος τελειώνει το γράμμα γράφοντας στον Λεύκιππο πως επικαλέσθηκαν το πνεύμα του δασκάλου τους, του Οστάνη. Τον ρώτησαν αν θα τους πει αυτό που δεν μπορεί να φθάσει ο νους τους, αν έχουν κάνει κι εκείνοι κάτι καλό για ΄κείνον. Το πνεύμα του Οστάνη τους απάντησε: “Η φύσις τη φύσι χαίρεται. Η φύσις τη φύσι νικά.”.Κι ο Δημόκριτος καταλήγει τελειώνοντας το γράμμα του στον Λεύκιππο:“Θα γράψω για τη θεία τέχνη…Εκεί θα διηγηθώ τα φυσικά πράγματα με τη μυστική των δύναμη, και πως η φύσις κυβερνά της ύλης τα παιχνίδια”.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

1. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ Κ.Ν.Ε.

Η επίδειξη του Αρχείου Μιχαήλ Στεφανίδη από τον κ. Παν. Μιχαηλάρη

Το Κ.Ν.Ε στην Αθήνα με μεγάλη ευχαρίστηση μας υποδέχτηκε στις 12-4-2002, μαθητές και καθηγητές του προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που είχε ως θέμα τη ζωή και το έργο του Μιχ. Στεφανίδη. Την ενημέρωση και επίδειξη του Αρχείου Μιχ. Στεφανίδη και των δημοσιευμάτων που κατά καιρούς συνέγραψε ο Μιχ. Στεφανίδης μας έκανε ο ερευνητής και συνεργάτης του Κέντρου κ. Παναγιώτης Μιχαηλάρης. Παράλληλα, ο κ. Γιάννης Καράς μίλησε στους μαθητές για το έργο του Λέσβιου καθηγητή και ακαδημαϊκού και αναφέρθηκε στο ερευνητικό πρόγραμμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Κ.Ν.Ε. το οποίο ο ίδιος διευθύνει και έχει θέμα τις επιδράσεις της ευρωπαϊκής επιστημονικής σκέψης στον ευρύτερο ελληνικό, βαλκανικό χώρο. Το πρόγραμμα μελετά την Ιστορία των Επιστημών (κυρίως θετικών) κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μέχρι τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους (κυρίως δηλαδή την περίοδο της νεοελληνικής Αναγέννησης ή περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού όπως κοινώς αυτή ονομάζεται).Στο πρόγραμμα αυτό κυρίως μελετούν την Ιστορία των Επιστημών στον Ελληνικό χώρο. Όπως ανέφερε ο κ. Γιάννης Καράς ο Μιχ. Στεφανίδης είναι ο πρώτος που έριξε το σπόρο της μελέτης της Νεοελληνικής επιστημονικής σκέψης με το έργο του “Αι φυσικαί επιστήμαι εν Ελλάδι προ της επαναστάσεως. Η εκπαιδευτική επανάστασις”: Είναι αυτός που παρουσίασε με τον καλύτερο τρόπο την εξέλιξη των επιστημών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας διότι, πέρα από όλες τις αντιτιθέμενες θεωρίες και απόψεις που υπήρχαν για το θέμα αυτό, μας έδειξε το πως οι επιστήμες εξελίχθηκαν κατά την περίοδο αυτή, στην αρχή υποτονικά, αργότερα όμως δυναμικά. Ως παράδειγμα, ο κ. Γιάνης Καράς ανέφερε το θέμα του κρυφού Σχολειού για το οποίο ο Μιχ. Στεφανίδης χωρίς να υποστηρίζει την απουσία του, δίνει όλα εκείνα τα στοιχεία στον αναγνώστη για να εξάγει μόνος του τα συμπεράσματα. Συνεχίζοντας ο κ. Γιάννης Καράς επισήμανε ότι ο Μιχ. Στεφανίδης στο έργο του “Περί της αρχής και της χρησιμότητος της ιστορίας των φυσικών επιστημών” συνδέει την Ιστορία των Επιστημών με το κοινωνικό γίγνεσθαι και εξαίρει τη σημασία της επιστήμης στην κοινωνική εξέλιξη με αποτέλεσμα το σχήμα να είναι αμφίδρομο: να έχουμε δηλαδή επίδραση των κοινωνικών συνθηκών στους επιστήμονες και στην επιστημονική έρευνα. Ο ομιλητής συνέχισε επισημαίνοντας ότι ο Μ. Στεφανίδης στράφηκε κατά της αυθεντίας και του δογματισμού στην επιστήμη, υπογραμμίζοντας τη συμβολή της Γαλλικής επανάστασης στην πρόοδο της επιστημονικής σκέψης.

Ο κ. Γιάννης Καράς μεταξύ άλλων τόνισε: “ο Μιχ. Στεφανίδης θεωρείται ο πατέρας της Ιστορίας των Επιστημών στον Ελληνικό χώρο. Τον χαρακτηρίζει η επιστημονική τελειότητα. Είναι ο άνθρωπος που δε βγαίνει έξω από τα ερευνητικά του πρότυπα. Δεν ασχολείται με την πολιτική, ούτε δίνει πολιτικές μάχες. Απέκτησε μεγάλη φήμη και κύρος στο εξωτερικό. Για το έργο του Μιχ. Στεφανίδη ασχολήθηκε σε διδακτορική του διατριβή ο κ. Θεόδωρος Κρητικός. Επίσης το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών οργάνωσε το 1997 Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο που ήταν αφιερωμένο στον ακαδημαϊκό και καθηγητή Μ. Στεφανίδη και είχε ως θέμα τις επιστήμες στον ελληνικό χώρο”.

Ο έτερος των ομιλητών, ο κ. Παναγιώτης Μιχαηλάρης, μας μίλησε για τη ζωή του Μιχ. Στεφανίδη και μας παρουσίασε ένα μέρος του Αρχείου του Μιχ. Στεφανίδη, αυτό που μπόρεσε να εκθέσει.

Επίδειξη του Αρχείου Μιχ. Στεφανίδη από τον κ. Παν. Μιχαηλάρη στην ομάδα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευση

Σ΄αυτό περιλαμβάνονταν: α) τα οικογενειακά χαρτιά και έγγραφα όπως το διοριστήριό του στο Χημείο (τουρκικό έγγραφο) και ένα ενδεικτικό του 1882 από το Μανταμάδο, ένα αποφοιτήριο, καθώς κι ένα χαρτί άδειας για να εισέρχεται στη βιβλιοθήκη του Παρισιού, β) τα γράμματα που του έστελνε ο πατέρας του όταν πήγε στο Πανεπιστήμιο (στα γράμματα φαίνεται πόσο υπερπροστατευτικοί ήταν μαζί του οι γονείς του και πόσο ανησυχούσαν για το γιο τους), γ) γράμματα αλλά και κατάστιχο με τις περιλήψεις των γραμμάτων που ο ίδιος έστελνε, δ) την αυτοβιογραφία του, ε) τα πρωτότυπα χειρόγραφα των εργασιών του, στ) χειρόγραφα των εργασιών του με προσθήκες, ζ) ένα κατάστιχο με στοιχεία μετεωρολογικά, την περίοδο που ήταν στο Γυμνάσιο, όπου και καταγράφει μέρα προς μέρα τον καιρό στη Μυτιλήνη, η) Χειρόγραφα ποιήματά του, αλλά και εκείνα που εκδίδονταν και τα οποία κολλούσε στη συνέχεια ο ίδιος σε τετράδια, θ) σχέδια των επιγραφών που μελετούσε στη Μυτιλήνη και που προσπαθούσε ο ίδιος να αντιγράψει, ι) κατάστιχα όπου γράφει διάφορα, κ) εφημερίδες με ό,τι τον ενδιέφερε, κα) κίτρινους φακέλους με τις εργασίες του, καθώς και σημειώσεις, παρατηρήσεις ή ακόμη και προσθήκες πάνω στους φακέλους σχετικές με την εργασία που περιείχαν, κβ) αποδείξεις από τα τυπογραφεία που συνεργάστηκε για την έκδοση των εργασιών του, κγ) σημειώσεις με την ετυμολογία των λέξεων που τον ενδιέφεραν πάρα πολύ, κδ) οι αναλύσεις που έκανε στο Χημείο της Μυτιλήνης (πρόκειται για σχολαστικό αντίγραφο των αναλύσεων που ο ίδιος κρατούσε) και κε) ένα μέρος των δημοσιευμάτων του (ανατύπων). Πολλά από αυτά ήταν τα ανάτυπα της δικής του βιβλιοθήκης.

 

2. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α) Για την Ιστορία του Γυμνασίου Μυτιλήνης

1.  “Η Εκπαίδευση στη Λέσβο”, Π. Ι. Σαμάρα, Μυτιλήνη 1948.

2. Ιστορία της Λέσβου”, Δ. έκδοση, Σύνδεσμος Φιλολόγων Ν. Λέσβου, Μυτιλήνη 2000, σελ 190-200.

 

Β) Για τη ζωή και το έργο του Μιχαήλ Στεφανίδη

1. “Παιδαγωγικό Βήμα Αιγαίου”, Περιοδικό, Χρόνος Γ΄, Τεύχος 12, Μυτιλήνη.

2. “Λεσβιακόν Ημερολόγιο 1958”, Π. Ι. Σαμάρα,   Μυτιλήνη 1958, σελ 25-32.

3. “Τα Μανταμαδιώτικα”, Περιοδικό,Τεύχος 4, Χρόνος Β΄, Μάιος-Ιούνιος, Αθήνα 1980 σελ. 42-44

4. “Τα Μανταμαδιώτικα”, Περιοδικό, Τεύχος 56-57, Χρόνος ΙΔ΄, Ιούλιος-Δεκέμβριος, Αθήνα ,σελ.286-289.

5. “Τα Μανταμαδιώτικα”, Περιοδικό,Τεύχος 1, Χρόνος ΙΖ, Ιανουάριος-Μάρτιος, Αθήνα 1995, σελ. 22

6. Γιώργου Λευτ. Παρασκευαϊδη, “Μανταμάδος Λέσβου” , Θεσσαλονίκη 1987, σελ 405-412.

7. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Εικοστός Δεύτερος, εκδ. Πυρσός, Αθήνα.

8. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, Τόμος πεντηκοστός πέμπτος, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα..

9. “Δαυλός”, Περιοδικό, τεύχος 226, Οκτώβριος 2000, Αθήνα.

10. Γενική Ιστορία των Επιστημών, Τόμος Α΄, Από τις πηγές έως το 1500 μ.Χ., σελ. ια΄-ιδ΄.

11. “Αιολικά Χρονικά”, Εταιρία Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2001, σελ 147-149.

12. “Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών”, Κώστας Γ. Μίσσιος, Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας, Τόμος Όγδοος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 495-496.

13. “Λεσβιακά”, Δελτίον της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, Τόμος Γ΄, Μυτιλήνη 1959, σελ. 115-123.

14. “Λεσβιακά”, Δελτίον της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, Τόμος Θ΄, Μυτιλήνη 1985 σελ.109-110.

15. “Αιολικά Φύλλα”, Περιοδικό Λόγου και Τέχνης, Χρονιά Α΄, Τεύχος Δ΄, Γενάρης 1987, σελ. 196-198.

16. “Ιστορία της Λέσβου”, Δ΄έκδοση, Σύνδεσμος Φιλολόγων Ν. Λέσβου, Μυτιλήνη 2000, σελ 280-281.

17.  “Βερναρδάκης, Εφταλιώτης, Μυριβήλης”, Κώστας Γ. Μίσσιος, “Αιολικά Γράμματα”, Δίμηνη Επιθεώρηση της Λεσβιακής Τέχνης, Χρόνος ΙΣΤ΄, Γενάρης-Απρίλης 1986, Τεύχος 91-92, σελ. 42-44.

18. Κώστας Γ. Μίσσιος, “Φιλολογικά (και πάρεργα) της Μυτιλήνης, πλην και άλλα”, ”, Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας, Τόμος έκτος, Εκδόσεις Αστερίας, Μυτιλήνη 1996, σελ 268-287, 312-313.

19.Γιάννης Καράς, “Επιστημολογικές Προσεγγίσεις στη Νεοελληνική Επιστημονική Σκέψη”, εκδ. Τροχαλία..

20.“Χημεία και Λέσβος”, Μιχαήλ Κ. Στεφανίδης,Φωτομηχανική ανατύπωση, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Μυτιλήνη 1996.

21.“Η ιστορική εξέλιξη της Χημείας στην Ελλάδα”, Ένωση Ελλήνων Χημικών, Κ.Ν.Ε., επιμέλεια Γιώργος Ν. Βλαχάκης, Αθήνα 1996, σελ. 113-115, 195-204.

22. “Οι Επιστήμες στον Ελληνικό χώρο”, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, εκδ. Τροχαλία 1997, Αθήνα.

23.“70 ποιητικές φωνές από τη Λέσβο”, Κώστα Γ. Μίσσιου, Μυτιλήνη 1987, σελ. 77.

24.“Λογοτεχνήματα”, Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη,Τόμος Α΄, Αθήνα, 1932.

25.“Λογοτεχνήματα”,Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη, Τόμος Β΄, Αθήνα, 1941.

26“Εισαγωγή εις την Ιστορίαν Των Φυσικών Επιστημών”, Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη,  Αθήνα, 1938.

27.“Τα Ιστορικά”, Περιοδική έκδοση ιστορικών σπουδών, Τόμος Δωδέκατος, Τεύχος 22, Ιούνιος 1995, Εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, σελ. 119-140.